ἀνέλιγμα: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνέλιγμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που προέρχεται από [[ανέλιξη]], [[ξεδίπλωμα]]<br /><b>2.</b> (για μαλλιά) ο [[βόστρυχος]], η [[μπούκλα]]. | |mltxt=[[ἀνέλιγμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που προέρχεται από [[ανέλιξη]], [[ξεδίπλωμα]]<br /><b>2.</b> (για μαλλιά) ο [[βόστρυχος]], η [[μπούκλα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνέλιγμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε τυλιγμένο ή διπλωμένο, [[μπούκλα]] μαλλιών, μικρό [[δαχτυλίδι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything rolled up, ἀ. χαίτης a ringlet, AP6.210 (Philet.), cf. 7.485 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 222] τό, das Geringel, Gekräusel, χαίτης Philet. 1; Diosc. 38 (VI, 210).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλιγμα: -ατος, τό, (ἀνελίσσω) πᾶν ὅ,τι ἀνελίσσεται, χαίτης ἀνελίγματα, βόστρυχοι, «σγουρὰ μαλλιά», «κατσαρὰ» Ἀνθ. Π. 6. 210., 7. 485.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enroulement, boucle.
Étymologie: ἀνελίσσω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
sólo plu. rizo, bucle χαίτης AP 6.210 (Philet.), 7.485 (Diosc.).
Greek Monolingual
ἀνέλιγμα, το (Α)
1. κάθε τι που προέρχεται από ανέλιξη, ξεδίπλωμα
2. (για μαλλιά) ο βόστρυχος, η μπούκλα.
Greek Monotonic
ἀνέλιγμα: -ατος, τό, οτιδήποτε τυλιγμένο ή διπλωμένο, μπούκλα μαλλιών, μικρό δαχτυλίδι, σε Ανθ.