ἀνήδυντος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνήδυντος]], -ον (Α) [[ηδύνω]]<br /><b>1.</b> ο μη [[αρτυμένος]], μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, [[άγευστος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσάρεστος]], [[απωθητικός]]. | |mltxt=[[ἀνήδυντος]], -ον (Α) [[ηδύνω]]<br /><b>1.</b> ο μη [[αρτυμένος]], μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, [[άγευστος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσάρεστος]], [[απωθητικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνήδυντος:''' -ον, [[άγλυκος]] ή [[ανώριμος]], σε Αριστ.· [[δυσάρεστος]], [[απεχθής]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not sweetened or seasoned, Hp.Int.21, al., Arist.Pr. 925b18, etc. 2 metaph., Id.Pol.1340b16; ἀ. βραχυλογία Plu.Phoc. 5; ὕμνος Them.Or.18.218b; so, unpleasant, Hegesand.26; γυνή, φωνή, Plu.2.142b, 405d; ἦθος ἀ. πρὸς χάριν ib.799d.
German (Pape)
[Seite 228] ungewürzt, unangenehm, ἅλες, dem ἡδυσμένοι entgegengesetzt, Ath. IX, 366 b; γυνή Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήδυντος: -ον, ὁ μὴ ἡδυσμένος, μὴ ἠρτυμένος, μὴ καρυκευθείς, Λατ. inconditus, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 25, πιθαν. 20. 23, Ἀθήν. 564Α, κτλ. 2) μεταφ., δυσάρεστος, ἀηδής, ἀπεχθής, γυνή, φωνὴ Πλούτ. 2. 142Β, 405D: - ἦθος ἀν., πρὸς χάριν, αὐτόθι 799D. - Ἐπίρρ., ἀνηδύντως Μ. Ψελλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθ. τόμ. Ε΄, σ. 401
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans agrément.
Étymologie: ἀ, ἡδύνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνήδυστος Arist.Pr.925b18
1 de un fruto que aún no esta dulce, inmaduro ῥᾶγες Arist.l.c.
•fig. inmaduro, tierno ἡλικία Arist.Pol.1340b16.
2 que no ha sido aliñado τεῦτλον Hp.Int.21, junto a ὠμός no condimentado Hegesand.26
•fig. insulso, soso φωνή Plu.2.405d, βραχυλογία Plu.Phoc.5, ὕμνος Them.Or.18.218b, ἀ. ἅλς poca gracia Ath.366b.
3 de pers. desagradable de una mujer ἄκρατος ... καὶ ἀ. Plu.2.142b, ἦθος ... πρὸς παιδιὰν καὶ χάριν ἀνήδυντον Plu.2.799d.
Greek Monolingual
ἀνήδυντος, -ον (Α) ηδύνω
1. ο μη αρτυμένος, μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, άγευστος
2. μτφ. δυσάρεστος, απωθητικός.
Greek Monotonic
ἀνήδυντος: -ον, άγλυκος ή ανώριμος, σε Αριστ.· δυσάρεστος, απεχθής, σε Πλούτ.