δώρημα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[δώρημα]])<br />το [[αντικείμενο]] της δωρεάς, το [[δώρο]].
|mltxt=το (AM [[δώρημα]])<br />το [[αντικείμενο]] της δωρεάς, το [[δώρο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δώρημα:''' -ατος, τό, αυτό το οποίο προσφέρεται, [[δώρο]], [[χάρισμα]], σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δώρημα Medium diacritics: δώρημα Low diacritics: δώρημα Capitals: ΔΩΡΗΜΑ
Transliteration A: dṓrēma Transliteration B: dōrēma Transliteration C: dorima Beta Code: dw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gift, present, Hdt.7.38, etc.: c. dat. pers., A.Pers.523, Eu.402, S.Tr.668: pl., E.Or.123, etc.—Rare in Prose, X.Hier.8.4, Arist.EN1099b11, and later, Ph.2.9, Ep.Jac.1.17.

German (Pape)

[Seite 695] τό, das Geschenk, Tragg., τινί, Aesch. Pers. 520; τὰ σὰ Ἡρακλεῖ δωρήματα, an den H., Soph. Tr. 668; vgl. Ar. Nubb. 305. In Prosa seltener, Xen. Hier. 8, 4; Arist. Eth. N. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δώρημα: τό, τὸ διδόμενον, δῶρον, Ἡρόδ. 7. 38, καὶ Τραγ.· μετὰ δοτ. προσ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 523, Εὐμ. 402, Σοφ. Τρ. 668. -Σπάνιον ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὡς Ξεν. Ἱέρ. 8. 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 don, présent;
2 avantage.
Étymologie: δωρέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
regalo, presente ἐπαρθεὶς τοῖσι δωρήμασι Hdt.7.38, τὸ παρὰ τοῦ ἰδιώτου δώρημα X.Hier.8.4, frec. c. dat. δ. Θησέως τόκοις A.Eu.402, cf. Pr.626, Ἡρακλεῖ δωρήματα S.Tr.668, c. gen. subjet. δωρήματα ἀνόμων LXX Si.34.18, cf. D.S.3.47, Luc.Trag.244
dado a los dioses y a los muertos ofrenda Γῇ τε καὶ φθιτοῖς δωρήματα A.Pers.523, οὐρανίοις θεοῖς δωρήματα Ar.Nu.305
ref. cosas intangibles recibidas de los dioses don θεῶν δ. ἀνθρώποις Arist.EN 1099b11, μέγα δ. βροτοῖς ref. la salud, Isyll.1.57, θεόπεμπτά τινα δωρήματα Longin.34.4, τὰ θεῖα δωρήματα D.P.Au.1.18, πᾶσιν γὰρ ὁ θεὸς δίδοσθαι θέλει ἐκ τῶν ἰδίων δωρημάτων Herm.Mand.2.4, cf. I.AI 4.318, Ep.Iac.1.17, Ep.Rom.5.16, Cat.Ps.118 Pal.144a.5, Leont.Byz.M.86.1301A.

English (Strong)

from δωρέομαι; a bestowment: gift.

English (Thayer)

δωρηματος, τό (δωρέομαι); a gift, bounty benefaction; Sophocles, Xenophon, others) (Cf. δόμα, at the end.)

Greek Monolingual

το (AM δώρημα)
το αντικείμενο της δωρεάς, το δώρο.

Greek Monotonic

δώρημα: -ατος, τό, αυτό το οποίο προσφέρεται, δώρο, χάρισμα, σε Ηρόδ., Τραγ.