γανόω: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(big3_9) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γᾰνόω) <b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[hacer brillar]], [[pulir]] τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plu.2.74e, τῆς Ἀφροδίτης τὸ [[ἄγαλμα]] γανώσαντι <i>IG</i> 11(2).144B.5 (Delos IV a.C.), cf. <i>ID</i> 461.Ab.35<br /><b class="num">•</b>en part. perf. med.-pas. [[brillante]] ἡ τῶν συν[α] ντώντων γεγ[α] νωμένη χλα[ν] ὶς ἐνοχλεῖ Phld.<i>Vit</i>.p.21, del aire durante un seísmo ἦν [[ἅπας]] ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3.4<br /><b class="num">•</b>ret. del estilo oratorio ὁ (λόγος) Γαΐου πιθανὸς καὶ γεγανωμένος el estilo de Gayo vivo y brillante</i> Plu.<i>TG</i> 2.<br /><b class="num">2</b> fig. [[adornar]] τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ... τὰ πράγματα Plu.2.683e, en v. pas. τὰ ... ἀληθείας ... φωτὶ γεγανωμένα los (elementos) ... iluminados por la luz de la verdad</i> Dam.<i>Pr</i>.33, cf. 26.<br /><b class="num">3</b> [[celebrar]], [[cantar]] (στρατιά) ἃ ... ἐγάνωσεν ἰάκχοις Εἶσιν (<i>sic</i>), <i>IPh</i>.159.3 (I d.C.).<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas., fig. [[alegrarse]], [[estar contento]], [[deleitarse]] (Ἔρως) πόθῳ στίλβων ... καὶ γεγανωμένος Anacr.125, ἡ ψυχὴ γανωθεῖσα ... [[εἰπεῖν]] οὐκ ἔχει Ph.1.121<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. τί δὴ γανοῦσθαι τοῦτο; A.<i>Fr</i>.78c.55, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην ¡qué placer me causó!</i> Ar.<i>Ach</i>.7<br /><b class="num">•</b>c. indicación de la causa ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Pl.<i>R</i>.411a, τίς ἂν οὐχὶ καὶ ἐν ταῖς τριόδοις ὁρῶν ἐγανώθη Aristid.<i>Or</i>.22.10, ἀνὴρ βασιλείῳ τύφῳ ... καὶ κολακείᾳ γεγανωμένος Agath.2.28.4.<br /><b class="num">III</b> en metalurgia [[dar una baño de estaño]] en v. pas. [[ἀγγεῖον]] ... γεγανωμένον Crit.Hist. en Gal.12.490, τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55 (p.96), cf. Eust.1188.61. | |dgtxt=(γᾰνόω) <b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[hacer brillar]], [[pulir]] τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plu.2.74e, τῆς Ἀφροδίτης τὸ [[ἄγαλμα]] γανώσαντι <i>IG</i> 11(2).144B.5 (Delos IV a.C.), cf. <i>ID</i> 461.Ab.35<br /><b class="num">•</b>en part. perf. med.-pas. [[brillante]] ἡ τῶν συν[α] ντώντων γεγ[α] νωμένη χλα[ν] ὶς ἐνοχλεῖ Phld.<i>Vit</i>.p.21, del aire durante un seísmo ἦν [[ἅπας]] ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3.4<br /><b class="num">•</b>ret. del estilo oratorio ὁ (λόγος) Γαΐου πιθανὸς καὶ γεγανωμένος el estilo de Gayo vivo y brillante</i> Plu.<i>TG</i> 2.<br /><b class="num">2</b> fig. [[adornar]] τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ... τὰ πράγματα Plu.2.683e, en v. pas. τὰ ... ἀληθείας ... φωτὶ γεγανωμένα los (elementos) ... iluminados por la luz de la verdad</i> Dam.<i>Pr</i>.33, cf. 26.<br /><b class="num">3</b> [[celebrar]], [[cantar]] (στρατιά) ἃ ... ἐγάνωσεν ἰάκχοις Εἶσιν (<i>sic</i>), <i>IPh</i>.159.3 (I d.C.).<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas., fig. [[alegrarse]], [[estar contento]], [[deleitarse]] (Ἔρως) πόθῳ στίλβων ... καὶ γεγανωμένος Anacr.125, ἡ ψυχὴ γανωθεῖσα ... [[εἰπεῖν]] οὐκ ἔχει Ph.1.121<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. τί δὴ γανοῦσθαι τοῦτο; A.<i>Fr</i>.78c.55, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην ¡qué placer me causó!</i> Ar.<i>Ach</i>.7<br /><b class="num">•</b>c. indicación de la causa ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Pl.<i>R</i>.411a, τίς ἂν οὐχὶ καὶ ἐν ταῖς τριόδοις ὁρῶν ἐγανώθη Aristid.<i>Or</i>.22.10, ἀνὴρ βασιλείῳ τύφῳ ... καὶ κολακείᾳ γεγανωμένος Agath.2.28.4.<br /><b class="num">III</b> en metalurgia [[dar una baño de estaño]] en v. pas. [[ἀγγεῖον]] ... γεγανωμένον Crit.Hist. en Gal.12.490, τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55 (p.96), cf. Eust.1188.61. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] λαμπρό, [[γυαλίζω]] — Παθ., είμαι [[γεμάτος]] από [[ευτυχία]], [[αγάλλομαι]], σε Αριστοφ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>γεγανωμένος</i>, όπως το Λατ. [[nitidus]], [[εύχαρις]], [[εύθυμος]], [[κεφάτος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A make bright, polish, Plu.2.74e: metaph., τὰ πράγματα τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ib.683e:—metaph. in Pass., ἀληθείας φωτὶ γεγανωμένα Dam.Pr.33,cf.26; ὰὴρ . . ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3; ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις glorified, Epigr.Gr.985 (Philae); make glad, delight, τὴν ψυχήν Ph.1.121:—Pass., to be made glad, exult, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην Ar.Ach.7, Ph.1.c., al.:—esp. pf. part. Pass. γεγανωμένος bright, χλανίς Phld.Vit.p.21 J.; glad-looking, στίλβων καὶ γεγανωμένος Anacr.13A; γεγ. ὑπὸ τῆς ᾠδῆς, under the glamour of song, Pl.R.411a, cf. Phld.Mort.13, Plu.2.42c; γεγ. καὶ ἀνθηρός, of oratorical style, Id.TG2. II tin, lacker, ἀγγεῖον γεγανωμένον Crito ap.Gal.12.490; γ. τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55, cf. Eust.1188.61.
German (Pape)
[Seite 473] glänzend machen, glätten, καὶ ἐπιλεαίνω Plut. de ad. et am. discr. 52; χρώμασι, anstreichen, Symp. 5, 8, 2; γεγανωμένα, überzinnie Kupfergefäße, Medic.; – erheitern, Anacr. 48, 12; pass., ergötzt werden, Ar. Ach. 7; ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. Rep. III, 411 a.
Greek (Liddell-Scott)
γανόω: λαμπρύνω, στιλβώνω, Πλούτ. 2 74D, 683E· ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις, ἐδόξασεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 985· - παθ., πληροῦμαι χαρᾶς, ἀγάλλομαι, ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην Ἀριστοφ. Ἀχ. 7· ἀλλ’ ἀείποτε σχεδὸν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. γεγανωμένος, ὡς τὸ Λατ. nitidus, Ἀνακρ. 11, Πλάτ. Πολ. 411A, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 42Β· - παρ’ Εὐστ. 1188.61, γεγανωμένα, ἀγγεῖα διὰ κασσιτέρου ἐπικεχρισμένα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et ao. ἐγάνωσα;
Pass. ao. ἐγανώθην, pf. γεγάνωμαι;
faire briller, rendre luisant, polir.
Étymologie: γάνος¹.
Spanish (DGE)
(γᾰνόω) I tr.
1 hacer brillar, pulir τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plu.2.74e, τῆς Ἀφροδίτης τὸ ἄγαλμα γανώσαντι IG 11(2).144B.5 (Delos IV a.C.), cf. ID 461.Ab.35
•en part. perf. med.-pas. brillante ἡ τῶν συν[α] ντώντων γεγ[α] νωμένη χλα[ν] ὶς ἐνοχλεῖ Phld.Vit.p.21, del aire durante un seísmo ἦν ἅπας ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3.4
•ret. del estilo oratorio ὁ (λόγος) Γαΐου πιθανὸς καὶ γεγανωμένος el estilo de Gayo vivo y brillante Plu.TG 2.
2 fig. adornar τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ... τὰ πράγματα Plu.2.683e, en v. pas. τὰ ... ἀληθείας ... φωτὶ γεγανωμένα los (elementos) ... iluminados por la luz de la verdad Dam.Pr.33, cf. 26.
3 celebrar, cantar (στρατιά) ἃ ... ἐγάνωσεν ἰάκχοις Εἶσιν (sic), IPh.159.3 (I d.C.).
II intr. en v. med.-pas., fig. alegrarse, estar contento, deleitarse (Ἔρως) πόθῳ στίλβων ... καὶ γεγανωμένος Anacr.125, ἡ ψυχὴ γανωθεῖσα ... εἰπεῖν οὐκ ἔχει Ph.1.121
•c. ac. int. τί δὴ γανοῦσθαι τοῦτο; A.Fr.78c.55, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην ¡qué placer me causó! Ar.Ach.7
•c. indicación de la causa ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Pl.R.411a, τίς ἂν οὐχὶ καὶ ἐν ταῖς τριόδοις ὁρῶν ἐγανώθη Aristid.Or.22.10, ἀνὴρ βασιλείῳ τύφῳ ... καὶ κολακείᾳ γεγανωμένος Agath.2.28.4.
III en metalurgia dar una baño de estaño en v. pas. ἀγγεῖον ... γεγανωμένον Crit.Hist. en Gal.12.490, τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55 (p.96), cf. Eust.1188.61.
Greek Monotonic
γᾰνόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι λαμπρό, γυαλίζω — Παθ., είμαι γεμάτος από ευτυχία, αγάλλομαι, σε Αριστοφ.· μτχ. Παθ. παρακ. γεγανωμένος, όπως το Λατ. nitidus, εύχαρις, εύθυμος, κεφάτος, σε Πλάτ.