διμναῖος: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=διμναῑος, -α, -ον και [[δίμνεως]], -ων και [[δίμνως]], -ων (Α)<br />αυτός που αξίζει δύο μνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μναίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μνα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεκαμναίος]]) Ο τ. [[δίμνεως]] [[είναι]] [[ιωνικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> - <span style="color: red;">+</span> <i>ιων</i>. πληθ. <i>μνέαι</i>]. | |mltxt=διμναῑος, -α, -ον και [[δίμνεως]], -ων και [[δίμνως]], -ων (Α)<br />αυτός που αξίζει δύο μνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μναίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μνα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεκαμναίος]]) Ο τ. [[δίμνεως]] [[είναι]] [[ιωνικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> - <span style="color: red;">+</span> <i>ιων</i>. πληθ. <i>μνέαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐμναῖος:''' -α, -ον ή δι-μνέως, -ων ([[δίς]], [[μνᾶ]]), αξίας ή κόστους [[δύο]] μνων, <i>διμναίους ἀποτιμήσασθαι</i>, [[εκτιμώ]] αντί [[δύο]] μνων, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, Ion. δῐ-μνέως, (μνᾶ)
A worth or costing two minae, δίμνεως (v.l. διμναίας) ἀποτιμήσασθαι to value at two minae, Hdt.5.77; δ. τιμήσασθαί τι Arist.Oec. 1347a23; μισθώματα διμναῖα Luc.DMeretr.14.4:—also δῐ-μνους, ουν, Ph.Bel.69.13: Subst. δίμνουν, τό, weight of two minae, IG22.1013.55.
Greek (Liddell-Scott)
διμναῖος: -α, -ον, (μνᾶ) ἀξίζων δύο μνᾶς, διμναίους ἀποτιμήσασθαι, ἐκτιμῶ ἀντὶ δύο μνῶν, Ἡρόδ. 5. 77· δ. τιμήσασθαί τι Ἀριστ. Οἰκ. 2, 6· μισθώματα διμναῖα Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 14. 4. ―Παρ’ Ἡροδ. τὰ πλεῖστα των χ/φων ἔχουσι δίμνεως, ὅπερ ἔχει πρὸς τὸ διμναῖος ὡς τὸ λεὼς πρὸς τὸ λαός, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de la valeur de deux mines.
Étymologie: δίς, μνᾶ.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [jón. plu. ac. δίμνεως Hdt.5.77]
1 pagado a razón de dos minas, de un precio de dos minas ἔλυσάν σφεας δίμνεως ἀποτιμησάμενοι los soltaron (a los prisioneros) a cambio de un rescate de dos minas Hdt.l.c., τὸ σῶμα διμναῖον τιμήσασθαι tasar a dos minas por cabeza Arist.Oec.1347a23, διμναῖα μισθώματα Luc.DMeretr.14.4
•que cobra dos minas ὁμιληταί Them.Or.23.290c.
2 que tiene un peso de dos minas δέσμαι PCair.Zen.645.3, 723.17, PZen.Col.95.8, PSI 400.12 en Corr.Zen.144 (todos III a.C.), χόρτου διμναίους δέσ(μας) PTeb.843.14, 19 (II a.C.), φιάλαι D.S.16.56
•subst. τὸ δ. peso de dos minas en una pesa de bronce Bull.Epigr.1954.16 (Corinto).
Greek Monolingual
διμναῑος, -α, -ον και δίμνεως, -ων και δίμνως, -ων (Α)
αυτός που αξίζει δύο μνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι - + ιων. πληθ. μνέαι].
Greek Monotonic
δῐμναῖος: -α, -ον ή δι-μνέως, -ων (δίς, μνᾶ), αξίας ή κόστους δύο μνων, διμναίους ἀποτιμήσασθαι, εκτιμώ αντί δύο μνων, σε Ηρόδ.