ἐπικατάρατος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπικατάρατος]], -ον) [[επικαταρώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που βαρύνεται με [[κατάρα]], ο [[καταραμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αξίζει να τον καταριέται [[κανείς]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπικατάρατος]], -ον) [[επικαταρώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που βαρύνεται με [[κατάρα]], ο [[καταραμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αξίζει να τον καταριέται [[κανείς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικατάρᾱτος:''' -ον, [[καταραμένος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικατάρᾱτος Medium diacritics: ἐπικατάρατος Low diacritics: επικατάρατος Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: epikatáratos Transliteration B: epikataratos Transliteration C: epikataratos Beta Code: e)pikata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον,

   A accursed, LXX Ge.3.14, Ep.Gal.3.10,13, IG12(9).955 (Euboea); ταῖς ἀραῖς BMus.Inscr.918.6 (Halic.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
maudit.
Étymologie: ἐπικαταράομαι.

English (Strong)

from ἐπί and a derivative of καταράομαι; imprecated, i.e. execrable: accursed.

English (Thayer)

ἐπικατάρατον (ἐπικαταράομαι to imprecate curses upon), only in Biblical and ecclesiastical use, accursed, execrable, exposed to divine vengeance, lying under God's curse: R G; Sept. often for אָרוּר).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπικατάρατος, -ον) επικαταρώμαι
1. αυτός που βαρύνεται με κατάρα, ο καταραμένος
2. αυτός που αξίζει να τον καταριέται κανείς.

Greek Monotonic

ἐπικατάρᾱτος: -ον, καταραμένος, σε Καινή Διαθήκη