διηθέω: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(big3_11) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[colar]], [[filtrar]] δι' ὀθονίου τὸν χυλόν Hp.<i>Acut</i>.7, ([[ἔλαιον]]) διηθήσας, ἔγχεε ἐς τὰς μήτρας Hp.<i>Mul</i>.1.78, cf. <i>Morb</i>.3.17, <i>Steril</i>.234, Amynt.1, Dsc.5.75.9, σάρξ (τοῦ μαστοῦ) διηθοῦσα ([[γάλα]]) la carne (de la mama) permite que se filtre (la leche)</i> Plu.2.496a, cf. <i>Aem</i>.14, τὸν οἶνον Plu.2.101c, Gr.Nyss.<i>Beat</i>.116.12, τὸ [[γλεῦκος]] I.<i>AI</i> 2.64<br /><b class="num">•</b>[[tamizar]], [[cribar]] τυρὸν ... τρῖβε καὶ ... διήθει Chrysipp.Tyan. en Ath.647e, τὴν τέφραν τοῦ νεκροῦ Plu.<i>Cat.Mi</i>.11, abs. Pl.<i>Sph</i>.226b, en v. pas. Plb.34.9.10.<br /><b class="num">2</b> [[mezclar]] o [[diluir]] (φάρμακον) μετ' οἰνομέλιτος διηθήσασα <i>Mim.Fr.Pap.Adult</i>.45.<br /><b class="num">3</b> medic. [[evacuar]], [[excretar]] τὰ δὲ διηθεῖ ἔξω Hp.<i>Morb</i>.4.38, cf. 46, <i>Mul</i>.1.2, en v. pas. τὸ δὲ ἀφ' ἡμῶν διηθούμενον οὖρον Mnesith.Ath.45.11.<br /><b class="num">4</b> [[limpiar]] (τὴν κοιλίην) διηθήσαντες οἴνῳ ... διηθέουσι θυμιήμασι τετριμμένοισι al embalsamar, Hdt.2.86<br /><b class="num">•</b>[[purificar]] en v. pas. ἔστιν ... τόπος ... χρυσίῳ ὅθεν διηθεῖται LXX <i>Ib</i>.28.1<br /><b class="num">•</b>fig. [[depurar]], [[seleccionar]] en v. pas. τὸ καθαρωτάτον καὶ διηθημένον (γένος) la raza más pura y selecta</i> Ph.2.3, cf. 1.33.<br /><b class="num">II</b> intr. [[filtrarse]], [[penetrar]], [[pasar por]] τὸ πνεῦμα δι' [[αὐτοῦ]] διηθεῖ Hp.<i>Nat.Puer</i>.25, διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ Hdt.2.93, cf. Arist.<i>PA</i> 683<sup>b</sup>22, τὸ τοιοῦτον (πῦρ) ... μόνον αὐτὸ καθαρὸν διηθεῖν Pl.<i>Ti</i>.45c<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. διὰ δὲ ταύταιν ταῖν φλεβοῖν ... διηθεῖται τὸ λεπτότατον τοῦ κολλωδεστάτου Hp.<i>Carn</i>.17, cf. Pl.<i>Ti</i>.82d, δι' ἧς (τῆς θηλῆς) ... τὸ [[γάλα]] διηθεῖται Arist.<i>HA</i> 493<sup>a</sup>14, cf. 590<sup>a</sup>20, <i>PA</i> 672<sup>a</sup>2, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.55, διὰ μὲν τὸ ῥᾳδίως διηθεῖσθαι οὐ δύναται κινεῖν (el fluido) por filtrarse más fácilmente no puede moverla (la tierra)</i>, Arist.<i>Mete</i>.368<sup>a</sup>22, cf. <i>GA</i> 773<sup>a</sup>27, Thphr.<i>CP</i> 6.6.5, Plu.2.913c, Gal.2.705, Aristid.Quint.78.10, Hld.9.22.3, <i>Gp</i>.6.2.6<br /><b class="num">•</b>[[filtrarse]], [[salir fuera de]] τὸ [[αἷμα]] ... ἐκ τῶν ἀγγείων Steph.<i>in Hp.Progn</i>.134.26. | |dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[colar]], [[filtrar]] δι' ὀθονίου τὸν χυλόν Hp.<i>Acut</i>.7, ([[ἔλαιον]]) διηθήσας, ἔγχεε ἐς τὰς μήτρας Hp.<i>Mul</i>.1.78, cf. <i>Morb</i>.3.17, <i>Steril</i>.234, Amynt.1, Dsc.5.75.9, σάρξ (τοῦ μαστοῦ) διηθοῦσα ([[γάλα]]) la carne (de la mama) permite que se filtre (la leche)</i> Plu.2.496a, cf. <i>Aem</i>.14, τὸν οἶνον Plu.2.101c, Gr.Nyss.<i>Beat</i>.116.12, τὸ [[γλεῦκος]] I.<i>AI</i> 2.64<br /><b class="num">•</b>[[tamizar]], [[cribar]] τυρὸν ... τρῖβε καὶ ... διήθει Chrysipp.Tyan. en Ath.647e, τὴν τέφραν τοῦ νεκροῦ Plu.<i>Cat.Mi</i>.11, abs. Pl.<i>Sph</i>.226b, en v. pas. Plb.34.9.10.<br /><b class="num">2</b> [[mezclar]] o [[diluir]] (φάρμακον) μετ' οἰνομέλιτος διηθήσασα <i>Mim.Fr.Pap.Adult</i>.45.<br /><b class="num">3</b> medic. [[evacuar]], [[excretar]] τὰ δὲ διηθεῖ ἔξω Hp.<i>Morb</i>.4.38, cf. 46, <i>Mul</i>.1.2, en v. pas. τὸ δὲ ἀφ' ἡμῶν διηθούμενον οὖρον Mnesith.Ath.45.11.<br /><b class="num">4</b> [[limpiar]] (τὴν κοιλίην) διηθήσαντες οἴνῳ ... διηθέουσι θυμιήμασι τετριμμένοισι al embalsamar, Hdt.2.86<br /><b class="num">•</b>[[purificar]] en v. pas. ἔστιν ... τόπος ... χρυσίῳ ὅθεν διηθεῖται LXX <i>Ib</i>.28.1<br /><b class="num">•</b>fig. [[depurar]], [[seleccionar]] en v. pas. τὸ καθαρωτάτον καὶ διηθημένον (γένος) la raza más pura y selecta</i> Ph.2.3, cf. 1.33.<br /><b class="num">II</b> intr. [[filtrarse]], [[penetrar]], [[pasar por]] τὸ πνεῦμα δι' [[αὐτοῦ]] διηθεῖ Hp.<i>Nat.Puer</i>.25, διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ Hdt.2.93, cf. Arist.<i>PA</i> 683<sup>b</sup>22, τὸ τοιοῦτον (πῦρ) ... μόνον αὐτὸ καθαρὸν διηθεῖν Pl.<i>Ti</i>.45c<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. διὰ δὲ ταύταιν ταῖν φλεβοῖν ... διηθεῖται τὸ λεπτότατον τοῦ κολλωδεστάτου Hp.<i>Carn</i>.17, cf. Pl.<i>Ti</i>.82d, δι' ἧς (τῆς θηλῆς) ... τὸ [[γάλα]] διηθεῖται Arist.<i>HA</i> 493<sup>a</sup>14, cf. 590<sup>a</sup>20, <i>PA</i> 672<sup>a</sup>2, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.55, διὰ μὲν τὸ ῥᾳδίως διηθεῖσθαι οὐ δύναται κινεῖν (el fluido) por filtrarse más fácilmente no puede moverla (la tierra)</i>, Arist.<i>Mete</i>.368<sup>a</sup>22, cf. <i>GA</i> 773<sup>a</sup>27, Thphr.<i>CP</i> 6.6.5, Plu.2.913c, Gal.2.705, Aristid.Quint.78.10, Hld.9.22.3, <i>Gp</i>.6.2.6<br /><b class="num">•</b>[[filtrarse]], [[salir fuera de]] τὸ [[αἷμα]] ... ἐκ τῶν ἀγγείων Steph.<i>in Hp.Progn</i>.134.26. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διυλίζω]], [[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]], Λατ. percolare, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]], [[εξαγνίζω]], [[καθαίρω]], εκπλένω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., λέγεται για υγρά, στραγγίζομαι, φιλτράρομαι, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A strain through, filter, Hp.Acut.7, Pl.Sph.226b, Ti.45c; οἶνον δ. πυρέττοντι Plu.2.101c, cf. Mim.Oxy.413.161:—Pass., Arist. Mete.368a22, Plb.34.9.10; of air in the lungs, Gal.2.705; καθαρὸν καὶ διηθημένον [γένος], opp. μικτόν, Ph.2.3. 2 wash out, cleanse, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι, Hdt.2.86. II intr., of liquid, filter through, percolate, Id.2.93.
Greek (Liddell-Scott)
διηθέω: διαβιβάζω τι διὰ τοῦ ἠθητηρίου, διυλίζω, στραγγίζω, Λατ. percolare, Ἱππ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Σοφ. 226Β, Τιμ. 45C. - Παθ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 4. 2) ἐκπλύνω, καθαίρω, καθαρίζω, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι Ἡρόδ. 2. 86. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ, στραγγίζομαι, «λαγαρίζομαι», ὁ αὐτ. 2. 93.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. tr. 1 faire filtrer, clarifier ; nettoyer, purifier;
2 p. ext. verser goutte à goutte : τί τινι qch à qqn;
II. intr. filtrer, s’infiltrer.
Étymologie: διά, ἠθέω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 colar, filtrar δι' ὀθονίου τὸν χυλόν Hp.Acut.7, (ἔλαιον) διηθήσας, ἔγχεε ἐς τὰς μήτρας Hp.Mul.1.78, cf. Morb.3.17, Steril.234, Amynt.1, Dsc.5.75.9, σάρξ (τοῦ μαστοῦ) διηθοῦσα (γάλα) la carne (de la mama) permite que se filtre (la leche) Plu.2.496a, cf. Aem.14, τὸν οἶνον Plu.2.101c, Gr.Nyss.Beat.116.12, τὸ γλεῦκος I.AI 2.64
•tamizar, cribar τυρὸν ... τρῖβε καὶ ... διήθει Chrysipp.Tyan. en Ath.647e, τὴν τέφραν τοῦ νεκροῦ Plu.Cat.Mi.11, abs. Pl.Sph.226b, en v. pas. Plb.34.9.10.
2 mezclar o diluir (φάρμακον) μετ' οἰνομέλιτος διηθήσασα Mim.Fr.Pap.Adult.45.
3 medic. evacuar, excretar τὰ δὲ διηθεῖ ἔξω Hp.Morb.4.38, cf. 46, Mul.1.2, en v. pas. τὸ δὲ ἀφ' ἡμῶν διηθούμενον οὖρον Mnesith.Ath.45.11.
4 limpiar (τὴν κοιλίην) διηθήσαντες οἴνῳ ... διηθέουσι θυμιήμασι τετριμμένοισι al embalsamar, Hdt.2.86
•purificar en v. pas. ἔστιν ... τόπος ... χρυσίῳ ὅθεν διηθεῖται LXX Ib.28.1
•fig. depurar, seleccionar en v. pas. τὸ καθαρωτάτον καὶ διηθημένον (γένος) la raza más pura y selecta Ph.2.3, cf. 1.33.
II intr. filtrarse, penetrar, pasar por τὸ πνεῦμα δι' αὐτοῦ διηθεῖ Hp.Nat.Puer.25, διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ Hdt.2.93, cf. Arist.PA 683b22, τὸ τοιοῦτον (πῦρ) ... μόνον αὐτὸ καθαρὸν διηθεῖν Pl.Ti.45c
•en v. med.-pas. διὰ δὲ ταύταιν ταῖν φλεβοῖν ... διηθεῖται τὸ λεπτότατον τοῦ κολλωδεστάτου Hp.Carn.17, cf. Pl.Ti.82d, δι' ἧς (τῆς θηλῆς) ... τὸ γάλα διηθεῖται Arist.HA 493a14, cf. 590a20, PA 672a2, Alex.Aphr.Pr.1.55, διὰ μὲν τὸ ῥᾳδίως διηθεῖσθαι οὐ δύναται κινεῖν (el fluido) por filtrarse más fácilmente no puede moverla (la tierra), Arist.Mete.368a22, cf. GA 773a27, Thphr.CP 6.6.5, Plu.2.913c, Gal.2.705, Aristid.Quint.78.10, Hld.9.22.3, Gp.6.2.6
•filtrarse, salir fuera de τὸ αἷμα ... ἐκ τῶν ἀγγείων Steph.in Hp.Progn.134.26.
Greek Monotonic
διηθέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. διυλίζω, στραγγίζω, φιλτράρω, Λατ. percolare, σε Πλάτ.
2. ξεπλένω, καθαρίζω, εξαγνίζω, καθαίρω, εκπλένω, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., λέγεται για υγρά, στραγγίζομαι, φιλτράρομαι, στον ίδ.