τανύδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τανυσίδρομος]], -ον, Α<br />αυτός που τρέχει πολύ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. <i>τάννμαι</i> «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]). Ο τ. <i>ταννσί</i>-<i>δρομος</i> [[είναι]] αμφβλ. (<b>πρβλ.</b> <i>ταννσίσκοπος</i>)].
|mltxt=και [[τανυσίδρομος]], -ον, Α<br />αυτός που τρέχει πολύ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. <i>τάννμαι</i> «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]). Ο τ. <i>ταννσί</i>-<i>δρομος</i> [[είναι]] αμφβλ. (<b>πρβλ.</b> <i>ταννσίσκοπος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύδρομος:''' -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη [[δύναμη]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύδρομος Medium diacritics: τανύδρομος Low diacritics: τανύδρομος Capitals: ΤΑΝΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: tanýdromos Transliteration B: tanydromos Transliteration C: tanydromos Beta Code: tanu/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running at full stretch, A.Eu.371 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1067] den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend, Aesch. Eum. 349.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύδρομος: -ον, ὁ τρέχων πάσῃ δυνάμει, σφαλερὰ τανυδρόμοις κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμεν. 371, πρβλ. τανύω ἐν τέλει, ταναύπους.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court vivement, agile.
Étymologie: τανύω, δραμεῖν.

Greek Monolingual

και τανυσίδρομος, -ον, Α
αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάννμαι «τεντώνομαι» + -δρόμος (< δρόμος). Ο τ. ταννσί-δρομος είναι αμφβλ. (πρβλ. ταννσίσκοπος)].

Greek Monotonic

τᾰνύδρομος: -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη δύναμη, σε Αισχύλ.