τρωτός: Difference between revisions
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τρωτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να τραυματιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ευπαθής]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρωτό</i><br />[[ελάττωμα]], [[ψεγάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρωτό [[σημείο]]» — το αδύνατο [[σημείο]], η [[αχίλλειος]] [[πτέρνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πληγωμένος, [[τραυματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ.]. | |mltxt=-ή, -ό / [[τρωτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να τραυματιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ευπαθής]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρωτό</i><br />[[ελάττωμα]], [[ψεγάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρωτό [[σημείο]]» — το αδύνατο [[σημείο]], η [[αχίλλειος]] [[πτέρνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πληγωμένος, [[τραυματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τιτρώσκω]], αυτός τον οποίο δύναται [[κάποιος]] να τραυματίσει, [[τρωτός]], [[ευπρόσβλητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A vulnerable, Il.21.568, E.Hel.810, X.An.3.1.23, Eub.107.8, Phld.Sign.38; cf. τρωτός· παθητός (leg. πληκτός), Hsch.; τετρωτος (sic) = vulnerarius, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τρωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ τρώω, τιτρώσκω, ὃν δύναταί τις νὰ τρώσῃ, ὁ ὑποκείμενος ἢ ἐκτεθειμένος εἰς τρῶσιν, τρωτὸς χρὼς ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Φ. 568· οὕτω σιδήρῳ τρωτὸν οὐκ ἔχει δέμας; Εὐρ. Ἑλ. 810· οἱ ἄνδρες τρωτοὶ μᾶλλον ἡμῶν Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 23, Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 8. 2) τετρωμένος, «πληγωμένος», Ἑνετικὰ Σχόλ. Ἰλ. Α. 102.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vulnérable.
Étymologie: τιτρώσκω.
English (Autenrieth)
vulnerable, Il. 21.568†.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρωτός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος
2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό
ελάττωμα, ψεγάδι
3. φρ. «τρωτό σημείο» — το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα
αρχ.
πληγωμένος, τραυματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ.].
Greek Monotonic
τρωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τιτρώσκω, αυτός τον οποίο δύναται κάποιος να τραυματίσει, τρωτός, ευπρόσβλητος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.