παρακαταπήγνυμι: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[μπήγω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[άλλο]] στη [[σειρά]] («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», <b>Θουκ.</b>). | |mltxt=Α<br />[[μπήγω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[άλλο]] στη [[σειρά]] («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρακαταπήγνυμι:''' μέλ. <i>-καταπήξω</i>, [[οδηγώ]] κατά [[μήκος]], [[κατευθύνω]] παράλληλα, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A drive in alongside, σταυρούς Th.4.90; ξύλα μακρά Thphr.HP8.3.2.
German (Pape)
[Seite 481] (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαταπήγνυμι: ἐμπήγω κατὰ σειράν, ἐκ παραλλήλου, σταυροὺς παρακαταπηγνύντας Θουκ. 4. 90· ἐὰν παρακαταπήξῃ τις ξύλα μακρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
ficher auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταπήγνυμι.
Greek Monolingual
Α
μπήγω κάτι κοντά σε άλλο στη σειρά («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», Θουκ.).
Greek Monotonic
παρακαταπήγνυμι: μέλ. -καταπήξω, οδηγώ κατά μήκος, κατευθύνω παράλληλα, σε Θουκ.