ὀβρίκαλα: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀβρίκαλα]] και ποιητ. τ. [[ὄβρια]], τὰ (Α)<br />νεογνά ζώων, [[ιδίως]] άγριων («λεόντων πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[οβρίκαλα]] μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. του πληθ. <i>ὀβρικάλοισι</i> (και <i>ὀβρίχοισι</i>). Αν θεωρηθεί [[αρχικός]] τ. το [[ὄβρια]], [[τότε]] ο</i> τ. <i>ὀβρίχοισι</i> θα έχει σχηματιστεί από τον τ. [[ὄβρια]], με υποκορ. [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ορτάλιχος]], [[κόψιχος]]), ενώ το [[επίθημα]] του τ. [[ὀβρίκαλα]] (ή <i>ὀβρίκαλοι</i>) θα [[πρέπει]] να έχει προέλθει από συμφυρμό επιθημάτων σε -<i>κ</i>- και σε -<i>λ</i>-. Πολλοί θεωρούν ότι η λ. [[είναι]] σικελική. Κατ' άλλους, η λ. [[ὄβρια]] [[πρέπει]] να ενταχθεί σε μία [[σειρά]] τ. που δηλώνουν ονόματα μικρών ζώων, όπως <i>δρόσοι</i>, <i>ἕρσαι</i>, <i>ψάκαλα</i>. Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], οι εκφραστικοί τ. [[ὄβρια]] / <i>ὄβρίκαλα</i> παράγονται από τη λ. [[ὄμβρος]] «[[βροχή]]» (<b>πρβλ.</b> [[δρόσος]] «[[νερό]], [[σταγόνα]] βροχής» και «[[νεογνό]] ζώου»), με σίγηση του έρρινου -<i>μ</i>- [[πριν]] από το χειλικό -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Ολυπιόδωρος [[νύφη]])]. | |mltxt=[[ὀβρίκαλα]] και ποιητ. τ. [[ὄβρια]], τὰ (Α)<br />νεογνά ζώων, [[ιδίως]] άγριων («λεόντων πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[οβρίκαλα]] μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. του πληθ. <i>ὀβρικάλοισι</i> (και <i>ὀβρίχοισι</i>). Αν θεωρηθεί [[αρχικός]] τ. το [[ὄβρια]], [[τότε]] ο</i> τ. <i>ὀβρίχοισι</i> θα έχει σχηματιστεί από τον τ. [[ὄβρια]], με υποκορ. [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ορτάλιχος]], [[κόψιχος]]), ενώ το [[επίθημα]] του τ. [[ὀβρίκαλα]] (ή <i>ὀβρίκαλοι</i>) θα [[πρέπει]] να έχει προέλθει από συμφυρμό επιθημάτων σε -<i>κ</i>- και σε -<i>λ</i>-. Πολλοί θεωρούν ότι η λ. [[είναι]] σικελική. Κατ' άλλους, η λ. [[ὄβρια]] [[πρέπει]] να ενταχθεί σε μία [[σειρά]] τ. που δηλώνουν ονόματα μικρών ζώων, όπως <i>δρόσοι</i>, <i>ἕρσαι</i>, <i>ψάκαλα</i>. Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], οι εκφραστικοί τ. [[ὄβρια]] / <i>ὄβρίκαλα</i> παράγονται από τη λ. [[ὄμβρος]] «[[βροχή]]» (<b>πρβλ.</b> [[δρόσος]] «[[νερό]], [[σταγόνα]] βροχής» και «[[νεογνό]] ζώου»), με σίγηση του έρρινου -<i>μ</i>- [[πριν]] από το χειλικό -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Ολυπιόδωρος [[νύφη]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀβρίκᾰλα:''' [ῐ], τά, = το προηγ., σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], τά,
A the young of animals, A.Ag.143 (lyr.) :—a form ὄβρια, τά, is cited from A. (Fr.48) and E. (Fr.616) by Ael.NA7.47. (Perh. cf. ὄμβρος (leg. ὄμβριον ?): χοιρίδιον, Hsch. and Arc. slave's name Ὀμβρίας coupled with Χοιροθύων in IG5(2).429.)
German (Pape)
[Seite 289] τά, = Vorigem, φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισιν, Aesch. Ag. 141. – Bei Poll. 5, 15 auch ὀβρίκια.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβρίκᾰλα: [ῐ], τά, τὰ νεογνὰ ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 143· ἕτερος τύπος ὄβρια, τά, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 43) καὶ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 619) ὑπὸ τοῦ Αἰλ. π. Ζ. 7. 47.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α)
νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. του πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι). Αν θεωρηθεί αρχικός τ. το ὄβρια, τότε ο τ. ὀβρίχοισι θα έχει σχηματιστεί από τον τ. ὄβρια, με υποκορ. επίθημα -ιχος (πρβλ. ορτάλιχος, κόψιχος), ενώ το επίθημα του τ. ὀβρίκαλα (ή ὀβρίκαλοι) θα πρέπει να έχει προέλθει από συμφυρμό επιθημάτων σε -κ- και σε -λ-. Πολλοί θεωρούν ότι η λ. είναι σικελική. Κατ' άλλους, η λ. ὄβρια πρέπει να ενταχθεί σε μία σειρά τ. που δηλώνουν ονόματα μικρών ζώων, όπως δρόσοι, ἕρσαι, ψάκαλα. Κατά την ίδια άποψη, οι εκφραστικοί τ. ὄβρια / ὄβρίκαλα παράγονται από τη λ. ὄμβρος «βροχή» (πρβλ. δρόσος «νερό, σταγόνα βροχής» και «νεογνό ζώου»), με σίγηση του έρρινου -μ- πριν από το χειλικό -π- (πρβλ. Ολυπιόδωρος νύφη)].
Greek Monotonic
ὀβρίκᾰλα: [ῐ], τά, = το προηγ., σε Αισχύλ.