καταίβασις: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(19) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταίβασις]], ἡ (Α)<br />[[μετάβαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[κατάβασις]]. Το <i>καται</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του <i>καται</i>-[[βάτης]]. | |mltxt=[[καταίβασις]], ἡ (Α)<br />[[μετάβαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[κατάβασις]]. Το <i>καται</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του <i>καται</i>-[[βάτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταίβᾰσις:''' -εως, ἡ, ποιητ. αντί [[κατάβασις]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, poet. for κατάβασις, AP11.23 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατάβασις, Ἀνθ. Π. 11. 23.
Greek Monolingual
καταίβασις, ἡ (Α)
μετάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του κατάβασις. Το καται- πιθ. κατ' επίδραση του καται-βάτης.
Greek Monotonic
καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. αντί κατάβασις, σε Ανθ.