κατείβω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατείβω]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[καταλείβω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να χύνεται, να ρέει, [[χύνω]], [[στάζω]], [[σταλάζω]] («τί νυ [[δάκρυ]] κατείβετον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπλημμυρίζω]] («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατείβετο γλυκὺς [[αἰών]]» — κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η γλυκιά ζωή του (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἴβω]] «[[στάζω]]»].
|mltxt=[[κατείβω]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[καταλείβω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να χύνεται, να ρέει, [[χύνω]], [[στάζω]], [[σταλάζω]] («τί νυ [[δάκρυ]] κατείβετον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπλημμυρίζω]] («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατείβετο γλυκὺς [[αἰών]]» — κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η γλυκιά ζωή του (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἴβω]] «[[στάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατείβω:''' ποιητ. αντί κατα-[[λείβω]], [[αφήνω]] να κυλήσει προς τα [[κάτω]], [[ρίχνω]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χύνομαι προς τα [[κάτω]], [[περιρρέω]], σε Όμηρ.· μεταφ., κατείβετο [[αἰών]], η [[ζωή]] παρήκμασε, εφθάρη, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατείβω Medium diacritics: κατείβω Low diacritics: κατείβω Capitals: ΚΑΤΕΙΒΩ
Transliteration A: kateíbō Transliteration B: kateibō Transliteration C: kateivo Beta Code: katei/bw

English (LSJ)

poet. for καταλείβω,

   A let flow down, shed, τί νυ δάκρυ κατείβετον Od.21.86:—Med., flow apace, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Il.24.794; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ Styx's downward flowing water, Od.5.185: metaph., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών life was flowing, passing away, ib.152: rare in Att., τί δάκρυον κατείβεται; Ar.Lys. 127 (paratrag.).    II trans., flood, overflow, metaph., Ἔρος κατείβων καρδίαν Alcm.36:—Pass., overflow with, γλυκερῇ κατείβετο θυμὸν ἀνίῃ, A.R.3.290; κατείβετο θυμὸς ἀκουῇ ib.1131.

German (Pape)

[Seite 1394] poet. = καταλείβω, herabfließen lassen, vergießen; τί νυ δάκρυ κατείβετον Od. 21, 86; öfter in tmesi; θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Il. 24, 794; τί δάκρυον κατείβεται Ar. Lys. 127; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, das abwärts, nach unten fließende, Od. 5, 185; κατείβετο αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ, das Leben verfloß, 5, 152; vgl. Ap. Rh. 3, 1131. – Durch-, überströmen, ἔρως με δ' αὖτε Κύπριδος ἕκατι κατείβων καρδίαν ἰαίνει Alcm. bei Ath. XIII, 600 f.

Greek (Liddell-Scott)

κατείβω: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ καταλείβω, ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ ἢ στάξῃ, χύνω, τί νυ δάκρυ κατείβετον Ὀδ. Φ. 8˙ τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβεις Ἰλ. Π. 611.- Μέσ., χύνομαι πρὸς τὰ κάτω, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Ἰλ. Ω. 794˙ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, τὸ καταρρέον ὕδωρ τῆς Στυγός, Ὀδ. Ε. 185˙ μεταφορ., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών, παρήρχετο, κατέρρεε (ὁ βίος εἰκονίζεται ὡς ῥευστόν τι, οἱ Λατ. Labi), αὐτόθι 155˙- σπάν. παρ’ Ἀττ., τί δάκρυον κατείβεται; Ἀριστοφ. Λυσ. 127. ΙΙ. μεταβ., καταπλημμυρίζω, μεταφορ., ἔρως κατείβων καρδίαν Ἀλκμάν 20.- Παθ., πλημμυροῦμαι μέ τι, ἀνίῃ, ἀκουῇ κατείβετο θυμὸς Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 290. 1131˙- «κατείβετο˙ διεφθείρετο. κατέρρει» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
verser, répandre : δάκρυ OD une larme;
Moy. κατείβομαι tomber en coulant, couler, s’écouler.
Étymologie: κατά, εἴβω.

English (Autenrieth)

(= καταλείβω): let flow down, shed; mid., flow apace, trickle down, fig., αἰών, ‘ebb away,’ Od. 5.152.

Greek Monolingual

κατείβω (Α)
(ποιητ. τ. του καταλείβω)
1. αφήνω κάτι να χύνεται, να ρέει, χύνω, στάζω, σταλάζω («τί νυ δάκρυ κατείβετον», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. καταπλημμυρίζω («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.)
3. φρ. «κατείβετο γλυκὺς αἰών» — κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η γλυκιά ζωή του (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἴβω «στάζω»].

Greek Monotonic

κατείβω: ποιητ. αντί κατα-λείβω, αφήνω να κυλήσει προς τα κάτω, ρίχνω, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χύνομαι προς τα κάτω, περιρρέω, σε Όμηρ.· μεταφ., κατείβετο αἰών, η ζωή παρήκμασε, εφθάρη, σε Ομήρ. Οδ.