φράσις: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εως η, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>βλ.</b> [[φράση]]. | |mltxt=-εως η, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>βλ.</b> [[φράση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φράσις:''' [ᾰ], -εως, ἡ, [[ομιλία]], [[προφορά]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A speech, εἰς τὴν Ἑλλάδαφ. cj. in Ael.VH9.16. II way of speaking, expression, ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φ. τῶν πραγμάτων Ar. Ra.1122; δεινὸς περὶ τὴν φ. Arist.Fr.70; τάχος καὶ ὀξύτης τῆς φ. Plu.Cat.Ma.12; style, φ. ποιητική, τραγική, ἱστορική, Str.1.2.6; τὸν χαρακτῆρα τῆς φ. Sor. Vit.Hippocr.13; φ. κυρία, τροπική, D.H.Th. 22; φ. ἀγκυλωτέρα, φ. ἀσυνήθης, ib.25,54; φ. ὑψηλή Id.Comp.18; φ. ἀφελὴς καὶ ἀποίητος Id.Pomp.2: pl., Phld.Rh.1.161 S.; expressiveness, τῶν ὀνομάτων interpol. in D.H.Pomp.3; ἡ γενναία φ. noble diction, Longin.8.1; opp. εὕρεσις, τάξις, Stoic.2.96; ἡ τοῦ λόγου νόγσις ἥ τε φ. Longin.30.1. 2 expression, idiom, phrase, Ἀττικὴ ἡ φ. Sch. Ar.Nu.488. 3 text, Asp. in EN4.12.
German (Pape)
[Seite 1303] ἡ, 1) das Reden, Sprechen, die Sprache, Plut. – 2) die Redensart, ἀττική Greg. Cor. p. 6. – 3) der Ausdruck durch die Sprache, Plut. Cat. mai. 12 u. D. Hal. oft.
Greek (Liddell-Scott)
φράσις: ὁ ἀγκών… ὅς ἀπεργμένος ῥέει, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ: ὁ βραχίων ὅστις σχηματίζεται ἀποφραττομένου τοῦ ὕδατος. ΙΙ. χωριζω, ὅθι κληΐς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε Ἰλ. Θ. 325· καὶ οὕτω, χρησιμεύω ὡς ὅριον, περιβάλλω, ἐπὶ θαλασσῶν, ποταμῶν κλ., ὁ Ἅλυς ἔνθεν μὲν Καππαδόκας ἀπέργει, ἐξ εὐωνύμου δὲ Παφλαγόνας Ἡρόδ. 1. 72· πρὸς βορέην ἄνεμον ὁ Κεραμεικὸς κόλπος ἀπέργει αὐτόθ: 174, πρβλ. 204., 2. 99., 4. 55. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων ὁδοιπορούντων, ἐπορεύετο, ἐν ἀριστερῇ μὲν ἀπέργων Ροίτειον πόλιν κλπ., ἔχων τὸ Ροίτειον πρὸς ἀριστερά, Ἡρόδ. 7. 43· ἐκ δεξιῆς χειρὸς τὸ Πάγγαιον οὖρος ἀπ. αὐτόθι 112, πρβλ. 109., 8. 35. ΙΙΙ. κατακλείω, περιορίζω, ἐντὸς ἀπ. ὁ αὐτ. 3. 116· ἀπεργμένος ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. 1. 154. πρβλ. 5. 6, 4· τοὺς ἐν τῷ ἱρῷ ἀπεργμένους ὁ αὐτ. 6. 79.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’exprimer par la parole, élocution, langage;
2 discours.
Étymologie: φράζω.
Greek Monolingual
-εως η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βλ. φράση.