φυσιάω: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />souffler avec force, respirer bruyamment.<br />'''Étymologie:''' [[φῦσα]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />souffler avec force, respirer bruyamment.<br />'''Étymologie:''' [[φῦσα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῡσιάω:''' Επικ. μτχ. αμτβ., [[φυσάω]], ξεφυσάω, [[αναπνέω]] [[δυνατά]], [[ασθμαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. part. φῡσιόων:—intr.,
A blow, puff, snort, breathe hard, pant, ἵπποι φυσιόωντες Il.4.227, 16.506; μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον A.Eu.248; φυσιῶν . . ἐκβάλλει ῥοὴν . . φοινίου σταλάγματος S.Ant.1238: metaph., μέσφ' ὁ δαίμων οὔρια φυσιάει Cerc.4.49. 2 hiss, φυσιόωσα ἔχις Opp.C.3.439, cf. 1.262. 3 metaph., to be puffed up, Naumach. ap. Stob.4.23.7.
German (Pape)
[Seite 1317] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. αἷμα ἐξέπνευσε; zischend, ἔχις φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Uebertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N. T. auch trans., aufblasen, aufblähen.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσιάω: Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ φυσάω 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, ἀναπνέω δυνατά, ἀναπνέω μετὰ δυσκολίας, ἀσθμαίνω, ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. φυσάω ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) σίζω, συρίζω, φυσιόωσα ἔχις Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», ὑπερηφανεύομαι, Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
souffler avec force, respirer bruyamment.
Étymologie: φῦσα.
Greek Monotonic
φῡσιάω: Επικ. μτχ. αμτβ., φυσάω, ξεφυσάω, αναπνέω δυνατά, ασθμαίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ.