εὔφραστος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔφραστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευκολοπρόφερτος]], και κατ' επέκτ. [[ευνόητος]], [[κατανοητός]], [[καταληπτός]] («δεῑ εὐανάγνωστον [[εἶναι]] τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φραστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[ομιλώ]], [[λέγω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φραστος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φραστος</i>].
|mltxt=[[εὔφραστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευκολοπρόφερτος]], και κατ' επέκτ. [[ευνόητος]], [[κατανοητός]], [[καταληπτός]] («δεῑ εὐανάγνωστον [[εἶναι]] τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φραστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[ομιλώ]], [[λέγω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φραστος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φραστος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔφραστος:''' -ον ([[φράζω]]), [[εύκολος]] στην [[προφορά]] ή στην [[έκφραση]], [[ευπρόφερτος]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφραστος Medium diacritics: εὔφραστος Low diacritics: εύφραστος Capitals: ΕΥΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eúphrastos Transliteration B: euphrastos Transliteration C: eyfrastos Beta Code: eu)/frastos

English (LSJ)

ον, (φράζω)

   A easy to make intelligible, Arist.Rh.1407b12; distinct, ὀπωπή D.P.171.

German (Pape)

[Seite 1107] leicht zu bemerken, wahrzunehmen, ὀπωπή D. Per. 171; leicht zu verstehen, oder leicht auszusprechen, neben δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον Arist. rhet. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à expliquer, à exprimer.
Étymologie: εὖ, φράζω.

Greek Monolingual

εὔφραστος, -ον (Α)
1. ευκολοπρόφερτος, και κατ' επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῑ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.)
2. σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. ά-φραστος, πολύ-φραστος].

Greek Monotonic

εὔφραστος: -ον (φράζω), εύκολος στην προφορά ή στην έκφραση, ευπρόφερτος, σε Αριστ.