σφεδανός: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σφαδανός]] -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.)<br /><b>2.</b> (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) <i>σφεδανόν</i><br />με [[ορμή]], με [[σφοδρότητα]], ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>e</i>(<i>n</i>)<i>d</i>- «[[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σφαδάζω]]) και έχει σχηματιστεί με έρρινο [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐδ</i>-<i>ανός</i>, <i>σκεπ</i>-<i>ανός</i>). Το επίθ. συνδέεται με το συνώνυμο του <i>σφοδ</i>-<i>ρός</i>, με [[υγρό]] [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σφοδρός]])].
|mltxt=και [[σφαδανός]] -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.)<br /><b>2.</b> (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) <i>σφεδανόν</i><br />με [[ορμή]], με [[σφοδρότητα]], ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>e</i>(<i>n</i>)<i>d</i>- «[[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σφαδάζω]]) και έχει σχηματιστεί με έρρινο [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐδ</i>-<i>ανός</i>, <i>σκεπ</i>-<i>ανός</i>). Το επίθ. συνδέεται με το συνώνυμο του <i>σφοδ</i>-<i>ρός</i>, με [[υγρό]] [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σφοδρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφεδᾰνός:''' -ή, -όν = [[σφοδρός]],<br /><b class="num">I.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[ισχυρός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> σε Όμηρ. μόνο ως επίρρ., ορμητικά, με ζήλο, με [[σπουδή]].
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφεδᾰνός Medium diacritics: σφεδανός Low diacritics: σφεδανός Capitals: ΣΦΕΔΑΝΟΣ
Transliteration A: sphedanós Transliteration B: sphedanos Transliteration C: sfedanos Beta Code: sfedano/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = σφοδρός, vehement, violent, στάσιες Xenoph.1.23; γένυες (sc. λέοντος) AP6.219.12 (Antip.); τόξον Euph.9.10; κάρηαρ Nic.Th.642; ῥοιζός Epic. in Arch.Pap.7p.4.    II Hom. only neut. sg. as Adv., eagerly, σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων Il.11.165, 16.372; σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ 21.542 (Aristarch. and several codd. σφεδανῶν, from σφεδανάω, raging, cf. Theognost.Can.12, Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

σφεδᾰνός: -ή, -όν, = σφοδρός, ὁρμητικός, βίαιος, ἰσχυρός, στάσιες Ξενοφάν. 1. 23˙ γένυες λέοντος Ἀνθολ. Π. 11. 219˙ κάρηνον Νικ. Θηρ. 642. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μετὰ σπουδῆς, συντόνως, ἐπιτεταμένως, σφοδρῶς, σφεδανὸν Δανάοισι κελεύων Ἰλ. Λ. 165, Π. 372˙ σφεδανὸν ἔφεπ’ ἔγχεϊ Φ. 542 (ἔνθα ὁ Heyne ἑπόμενος τῷ Ἀριστάρχῳ ἔγραψε σφεδανῶν, ἐκ ῥήματ. σφεδανάω, μαινόμενος, ὁρμητικός, πρβλ. Θεογνώστ. Κανόν. 12, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ἴδε Spiztn. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Ἰλ. Λ. 165).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
violent, véhément, impétueux ; adv. • σφεδανόν IL vivement.
Étymologie: cf. σφαδᾴζω, σφοδρός ; sel. d’autres, apparenté à σπεύδω.

Greek Monolingual

και σφαδανός -ή, -όν, Α
1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.)
2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν
με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα sp(h)e(n)d- «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ. σφαδάζω) και έχει σχηματιστεί με έρρινο επίθημα -ανός (πρβλ. ἐδ-ανός, σκεπ-ανός). Το επίθ. συνδέεται με το συνώνυμο του σφοδ-ρός, με υγρό επίθημα -ρός (βλ. λ. σφοδρός)].

Greek Monotonic

σφεδᾰνός: -ή, -όν = σφοδρός,
I. ορμητικός, βίαιος, ισχυρός, σε Ανθ.
II. σε Όμηρ. μόνο ως επίρρ., ορμητικά, με ζήλο, με σπουδή.