πύξινος: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
(35) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πύξινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ, και [[πυξίνεος]], -έα, -ον, Α<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πύξου («πυξίνη [[φόρμιγξ]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίτρινος]] όπως το [[ξύλο]] της πύξου, [[ωχρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πύξινον</i><br />[[πινακίδα]] από πύξο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύξος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> και -<i>ίνεος</i> (παρεκτεταμένη [[μορφή]] της -<i>ινος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κέδρ</i>-<i>ινος</i> και <i>κεδρ</i>-<i>ίνεος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πύξινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ, και [[πυξίνεος]], -έα, -ον, Α<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πύξου («πυξίνη [[φόρμιγξ]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίτρινος]] όπως το [[ξύλο]] της πύξου, [[ωχρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πύξινον</i><br />[[πινακίδα]] από πύξο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύξος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> και -<i>ίνεος</i> (παρεκτεταμένη [[μορφή]] της -<i>ινος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κέδρ</i>-<i>ινος</i> και <i>κεδρ</i>-<i>ίνεος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πύξῐνος:''' -η, -ον ([[πύξος]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] θάμνου (<i>πύξου</i>), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον, (πύξος)
A made of box-wood, ζυγόν Il.24.269; πλαισίω (dual) IG12.373.203; κλίνη Pl.Com.34; πόδες κλίνης PGrenf.1.14.7 (ii B.C., cf. 2p.211); ἁλία Archipp.13; φόρμιγξ Theoc.24.110; κτένα AP6.211 (Leon.). 2 -ινον, τό, box-wood tablet, PGrenf.1.14.12 (ii B.C., pl.). II yellow as box-wood, Χαιρεφῶν ὁ π. Eup.239, cf. Philostr.VS1Praef., Sch.Ar.V.1399, etc.; pyxinum [collyrium], Cels. 6.6.25.
German (Pape)
[Seite 818] von Buxbaumholz; ζυγόν, Il. 24, 269; Theocr. 24, 108; αὐλοδόκος, κτείς, Leon. Tac. 1. 5 (V, 206. VI, 211); auch dem Buxbaum an Farbe gleich, bleich, gelb, Philostr.; so nannten die Comiker den Chairephon, Schol. Ar. Vesp. 1399.
Greek (Liddell-Scott)
πύξῐνος: -η, -ον, (πύξος) ὁ ἐκ πύξου πεποιημένος, ζυγὸν Ἰλ. Ω. 269· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10, Θεόκρ, 24. 108· π. κτένα Ἀνθ. Π. 6. 211. II. κίτρινος ὡς τὸ ξύλον τῆς πύξου, Χαιρεφῶν ὁ π. Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 22, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1408, Φιλόστρ. 483, κτλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de buis.
Étymologie: πύξος.
English (Autenrieth)
(πύξος): of box-wood, Il. 24.269†.
Greek Monolingual
-η, -ο / πύξινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και πυξίνεος, -έα, -ον, Α
ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.)
αρχ.
1. κίτρινος όπως το ξύλο της πύξου, ωχρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον
πινακίδα από πύξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος και -ίνεος (παρεκτεταμένη μορφή της -ινος), πρβλ. κέδρ-ινος και κεδρ-ίνεος].
Greek Monotonic
πύξῐνος: -η, -ον (πύξος), φτιαγμένος από ξύλο θάμνου (πύξου), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.