γλάφω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλάφω]] (Α)<br />[[σκάβω]], [[κοιλαίνω]] [[κάτι]] («ποσσὶ γλάφει» —ο [[λέων]]— <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαράζω]] με τη [[γλυφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γλαφυρός]].
|mltxt=[[γλάφω]] (Α)<br />[[σκάβω]], [[κοιλαίνω]] [[κάτι]] («ποσσὶ γλάφει» —ο [[λέων]]— <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαράζω]] με τη [[γλυφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γλαφυρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλάφω:''' [ᾰ], [[ανασκάπτω]], ξύνω, [[σκάβω]] το [[έδαφος]], λέγεται για [[λιοντάρι]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλάφω Medium diacritics: γλάφω Low diacritics: γλάφω Capitals: ΓΛΑΦΩ
Transliteration A: gláphō Transliteration B: glaphō Transliteration C: glafo Beta Code: gla/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A scrape up, dig up, hollow, ποσσὶ γλάφει, of a lion, Hes. Sc.431.    II engrave, CR12.282 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

γλάφω: [ᾰ], ξέω, ἀνασκάπτω, κοιλαίνω, ποσσὶ γλάφει, ἐπὶ λέοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431· ἴδε ἀπο-, δια-γλάφω. (Ἐκ √ ΓΛΑΦ παράγονται ὡσαύτως γλάφυ, γλαφυρός, πρβλ. Λατ. glaber, Glabrio· - γλάφω ἔχει πρὸς τὸ γλύφω ὡς τὸ Λατ. scalpo πρὸς τὸ sculpo).

French (Bailly abrégé)

creuser le sol du pied en parl. d’un lion.
Étymologie: R. Γλαφ gratter, lat. scalpo ; cf. γλύφω‖sculpo.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 escarbar el suelo ποσσὶν γλάφει de un león, Hes.Sc.431, cf. Hsch.γ 240, Sch.D.T.319.35, 320.1.
2 grabar en la piedra γλυφίδι γλάψας IMEG 105.2 (Coptos II d.C.), cf. Hsch.γ 619, Phot.γ 133; cf. tb. γλάπτω.

Greek Monolingual

γλάφω (Α)
σκάβω, κοιλαίνω κάτι («ποσσὶ γλάφει» —ο λέωνΗσίοδ.)
2. χαράζω με τη γλυφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλαφυρός.

Greek Monotonic

γλάφω: [ᾰ], ανασκάπτω, ξύνω, σκάβω το έδαφος, λέγεται για λιοντάρι, σε Ησίοδ.