δηλήμων: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δηλήμων]], -ον (Α) [[δηλέομαι]] (Ι)]<br />αυτός που φέρνει [[φθορά]], ο [[βλαπτικός]], ο [[ολέθριος]].
|mltxt=[[δηλήμων]], -ον (Α) [[δηλέομαι]] (Ι)]<br />αυτός που φέρνει [[φθορά]], ο [[βλαπτικός]], ο [[ολέθριος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δηλήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[επιβλαβής]], [[ολέθριος]], [[φθοροποιός]], [[καταστροφικός]]· <i>βροτῶν δηλήμονα</i>, καταστρεπτικά για αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες</i>, που δεν προκαλούν στους ανθρώπους καμία [[βλάβη]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηλήμων Medium diacritics: δηλήμων Low diacritics: δηλήμων Capitals: ΔΗΛΗΜΩΝ
Transliteration A: dēlḗmōn Transliteration B: dēlēmōn Transliteration C: dilimon Beta Code: dhlh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A baneful, noxious, βροτῶν δηλήμονα πάντων Od.18.85, al.; ὄφιες ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες doing men no hurt, Hdt.2.74, cf. 3.109: abs., of the gods, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες Il.24.33 (in Od.5.118 nearly all codd. give ζηλήμονες): in late Prose, Jul.Or.2.87a.

German (Pape)

[Seite 560] ον, Schaden stiftend, verderblich, substantivisch = der Verderber, von δηλέομαι; Apoll. Lex. Hom. 58, 14 δηλήμονες· βλαπτικοί Bei Homer fünfmal: Odyss. 18, 85. 116. 21, 308 εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων; Odyss. 5, 118 Iliad. 24, 33 σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες (ἔξοχον ἄλλων), var. lect. ζηλήμονες, s. Scholl. und Eustath. – Herodt. 2, 74 ἱροὶ ὄφιες, ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες; 3, 109 οἱ δὲ ἄλλοι ὄφιες ἐόντες ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες κτἑ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
funeste à, gén..
Étymologie: δηλέομαι.

English (Autenrieth)

ονος: harming, destructive; subst., destroyer, Od. 18.85.

Spanish (DGE)

-ον
dañino, nocivo, funesto, destructor c. gen. obj. de pers. Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων Od.18.85, ὄφιες ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες serpientes que no dañan a los hombres Hdt.2.74, cf. 3.109, σῦν ἐμπόρω[ν] δηλήμον' S.Fr.730c.19, δαίμονες ἀνθρώπων δηλήμονες Procl.H.1.28, γυναῖκες ... σφωιτέρων τεκέων δηλήμονες Nonn.D.21.110, c. gen. obj. de cosa τάφων δ. profanador de tumbas, AP 8.228 (Gr.Naz.), cf. Triph.642, δ. πάτρης Nonn.D.40.178
abs. maléfico σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες Il.24.33, Od.5.118 (var.), de fieras, Iul.Or.3.87a, δ. ἀνήρ malhechor, AP 8.189 (Gr.Naz.).

Greek Monolingual

δηλήμων, -ον (Α) δηλέομαι (Ι)]
αυτός που φέρνει φθορά, ο βλαπτικός, ο ολέθριος.

Greek Monotonic

δηλήμων: -ον, γεν. -ονος, επιβλαβής, ολέθριος, φθοροποιός, καταστροφικός· βροτῶν δηλήμονα, καταστρεπτικά για αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες, που δεν προκαλούν στους ανθρώπους καμία βλάβη, σε Ηρόδ.