Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλογίζομαι]] (Α) [[επίλογος]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]], [[θεωρώ]] άξιο λόγου<br /><b>3.</b> [[απαγγέλλω]] τον επίλογο ρητορικού λόγου.
|mltxt=[[ἐπιλογίζομαι]] (Α) [[επίλογος]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]], [[θεωρώ]] άξιο λόγου<br /><b>3.</b> [[απαγγέλλω]] τον επίλογο ρητορικού λόγου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλογίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-λογιοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ελογισάμην</i> και <i>-ελογίσθην</i>· αποθ., [[αναλογίζομαι]], [[συμπεραίνω]], [[ὅτι]]..., σε Ηρόδ.· <i>ἐπ. τι</i>, [[υπολογίζω]] [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλογίζομαι Medium diacritics: ἐπιλογίζομαι Low diacritics: επιλογίζομαι Capitals: ΕΠΙΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epilogízomai Transliteration B: epilogizomai Transliteration C: epilogizomai Beta Code: e)pilogi/zomai

English (LSJ)

Att. fut.

   A -λογῐοῦμαι Pl.Ax.365b: aor. -ελογισάμην X. (v. infr.), D. (v. infr.), -ελογίσθην Hdt. (v. infr.): pf. -λελόγισμαι D.H.3.15:— reckon over, conclude, consider, ὅτι . . Hdt.7.177, D.44.34, Pl. l.c., Phld.Sign.8,al.; τὰ ἄλλα ὀρθῶς ἐ. D.H.l.c.; take into account, οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο X.HG7.5.16; οὐκ ἐπιλογίζεται τὸ τέταρτον, of the Egyptian year of 365 days, Procl.Hyp.3.56; ἐ. δείγμασιν οὐκ ἀμφιβόλοις Theol.Ar.33:—Pass., τὰ βουλαῖς -λογισθέντα Ph.1.428, cf. Phld.D.1.15.    II. address the peroration, πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Theodect. ap.Rh.7.33 W.

German (Pape)

[Seite 958] dep. med., bei Her. aor. pass., überdenken, überlegen, berücksichtigen, ἐπιλογισθέντες ὅτι ἕξουσι Her. 7, 177; praes., Plat. Ax. 365 d; οὐδὲν τούτου ἐπελογίσαντο Xen. Hell. 7, 5, 16, sie kehrten sich nicht daran. – Dabei überlegen, τινί, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλογίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, συμπεραίνω, θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. ἐπιλογιστέον. ΙΙ. ἀπαγγέλλω, λέγω τὸν ἐπίλογον, ὅτι ἔργον ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιλογίσομαι, att. ἐπιλογιοῦμαι, ao. ἐπελογισάμην ou ἐπελογίσθην;
1 tenir compte de, considérer, acc.;
2 penser à, réfléchir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, λογίζομαι.

Greek Monolingual

ἐπιλογίζομαι (Α) επίλογος
1. σκέπτομαι, αναλογίζομαι
2. υπολογίζω, θεωρώ άξιο λόγου
3. απαγγέλλω τον επίλογο ρητορικού λόγου.

Greek Monotonic

ἐπιλογίζομαι: μέλ. Αττ. -λογιοῦμαι, αόρ. αʹ -ελογισάμην και -ελογίσθην· αποθ., αναλογίζομαι, συμπεραίνω, ὅτι..., σε Ηρόδ.· ἐπ. τι, υπολογίζω κάτι, σε Ξεν.