ἐπίσκιος: Difference between revisions

From LSJ

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[σκιερός]], [[σκοτεινός]] («[[τόπος]]... [[ἐπίσκιος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ασχολείται με την [[πολιτική]], [[ήσυχος]] («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει [[σκιά]] («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]])].
|mltxt=[[ἐπίσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[σκιερός]], [[σκοτεινός]] («[[τόπος]]... [[ἐπίσκιος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ασχολείται με την [[πολιτική]], [[ήσυχος]] («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει [[σκιά]] («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκιος:''' -ον ([[σκιά]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], αυτός που βρίσκεται σε [[σκιά]], σκιασμένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων [[ἐπίσκιος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκῐος Medium diacritics: ἐπίσκιος Low diacritics: επίσκιος Capitals: ΕΠΙΣΚΙΟΣ
Transliteration A: epískios Transliteration B: episkios Transliteration C: episkios Beta Code: e)pi/skios

English (LSJ)

ον, (σκιά)

   A shaded, dark, τόπος Pl.R.432c, Arist.HA569b10; οἴκημα Plu.Mar.39; ἀκτῖνες Arat.870: metaph., βίος ἐ. a retired life, Lat. vita umbratilis, opp.a public life, Plu.2.135b.    II. Act., shading, c.gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος S.OC1650. Adv.-ίως Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 979] (σκιά), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα κρατός Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; βίος ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ ἄφιλος Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκιος: -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, τόπος Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· οἴκημα Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., βίος ἐπίσκιος, ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, ἥσυχος, Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, μετὰ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα κρατός, ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως Πολυδ. Δ΄, 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait ombre, qui cache, gén.;
2 ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, etc.) ; fig. βίος ἐπίσκιος PLUT vie retirée (lat. vita umbratilis).
Étymologie: ἐπί, σκιά.

Greek Monolingual

ἐπίσκιος, -ον (Α)
1. σκιερός, σκοτεινόςτόπος... ἐπίσκιος», Πλάτ.)
2. αυτός που δεν ασχολείται με την πολιτική, ήσυχος («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», Πλούτ.)
3. αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει σκιά («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκιος (< σκιά)].

Greek Monotonic

ἐπίσκιος: -ον (σκιά),
I. σκιερός, σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται σε σκιά, σκιασμένος, σε Πλάτ.
II. Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων ἐπίσκιος, σε Σοφ.