εὐπήληξ: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπήληξ]], -κος ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]] «[[περικεφαλαία]]»]. | |mltxt=[[εὐπήληξ]], -κος ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]] «[[περικεφαλαία]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐπήληξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει γερή και όμορφη [[περικεφαλαία]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ηκος, ὁ, ἡ,
A with beautiful helmet, AP6.120 (Leon.). 2 with fine crest, ταὧς Babr.65.1a.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπήληξ: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ἀνθ. Π. 6. 120, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. γέρανος.
French (Bailly abrégé)
ηκος;
(ὁ, ἡ)
au beau casque.
Étymologie: εὖ, πήληξ.
Greek Monolingual
εὐπήληξ, -κος ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία περικεφαλαία
2. (για πουλιά) αυτός που έχει ωραίο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήληξ «περικεφαλαία»].
Greek Monotonic
εὐπήληξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει γερή και όμορφη περικεφαλαία, σε Ανθ.