εὐπαράγωγος: Difference between revisions
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπαράγωγος]], -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον [[τόπο]], ο ευκολομετακίνητος<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο [[ευκολοπάτητος]]<br /><b>3.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που απατά εύκολα, ο [[απατηλός]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δελεαστικός]], [[ελκυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] «αυτός που μετακινείται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-<i>άγωγος</i><br />με τη [[σημασία]] «αυτός που παρασύρεται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[αγωγός]]]. | |mltxt=[[εὐπαράγωγος]], -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον [[τόπο]], ο ευκολομετακίνητος<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο [[ευκολοπάτητος]]<br /><b>3.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που απατά εύκολα, ο [[απατηλός]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δελεαστικός]], [[ελκυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] «αυτός που μετακινείται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-<i>άγωγος</i><br />με τη [[σημασία]] «αυτός που παρασύρεται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[αγωγός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐπαράγωγος:''' -ον ([[παράγω]]), αυτός που εύκολα παρασύρεται, παραστρατεί, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰγ], ον,
A easy to bring into place, ὀστέα Hp.Fract.6; flexible, αὐχήν Aret.SD1.8. II easy to lead by the nose, easy to lead astray, Ar.Eq.1115 (lyr.); ἐλπίς Pl.Ti.69d; credulous, νόσος Philostr.VA7.39. 2 Act., seductive, alluring, λόγος, πλάσματα, Ph.1.268, 2.481.
German (Pape)
[Seite 1086] leicht vorbei-, wegzuführen, z. B. ὀστέα εἰς κατόρθωσιν, leicht wieder in die richtige Lage zu bringen, Hippocr. u. Sp. Dah. leicht zu verführen, zu täuschen, Ar. Equ. 1115; ἐλπίς Plat. Tim. 69 d; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράγωγος: -ον, εὐκόλως φερόμενος εἴς τινα τόπον, ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 755. ΙΙ. εὐκόλως παρασυρόμενος, ἀποπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1115, Πλάτ. Τίμ. 69D. 2) ἐνεργ., ἀπατηλός, δελεαστικός, Φίλων 2. 481.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 facile à remettre en place (os, membre, etc.);
2 facile à tromper;
II. qui séduit.
Étymologie: εὖ, παράγω.
Greek Monolingual
εὐπαράγωγος, -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)
1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος
2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος
3. εύκαμπτος, ευλύγιστος
4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός
5. (κατ' επέκτ.) δελεαστικός, ελκυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που μετακινείται εύκολα» < ευ + παρ-άγωγος
με τη σημασία «αυτός που παρασύρεται εύκολα» < ευ + παρ-αγωγός].
Greek Monotonic
εὐπαράγωγος: -ον (παράγω), αυτός που εύκολα παρασύρεται, παραστρατεί, σε Αριστοφ.