ζημίωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζημίωμα]], τὸ (Α) [[ζημιώ]]<br /><b>1.</b> [[ποινή]], [[τιμωρία]] («ἀταξίας [[ζημίωμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόστιμο]]<br /><b>3.</b> το [[δικαίωμα]] να επιβάλλει [[κάποιος]] [[τιμωρία]]<br /><b>4.</b> [[απώλεια]], [[φθορά]], [[βλάβη]].
|mltxt=[[ζημίωμα]], τὸ (Α) [[ζημιώ]]<br /><b>1.</b> [[ποινή]], [[τιμωρία]] («ἀταξίας [[ζημίωμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόστιμο]]<br /><b>3.</b> το [[δικαίωμα]] να επιβάλλει [[κάποιος]] [[τιμωρία]]<br /><b>4.</b> [[απώλεια]], [[φθορά]], [[βλάβη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζημίωμα:''' -ατος, τό ([[ζημιόω]]), [[ποινή]], [[πρόστιμο]], [[τιμωρία]], σε Λουκ.· [[ζημίωμα]] τῆς ἀταξίας, [[ποινή]] που επιβλήθηκε για την [[αταξία]] τους, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημίωμα Medium diacritics: ζημίωμα Low diacritics: ζημίωμα Capitals: ΖΗΜΙΩΜΑ
Transliteration A: zēmíōma Transliteration B: zēmiōma Transliteration C: zimioma Beta Code: zhmi/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (ζημιόω)

   A penalty, fine, Luc.Prom.13, Sammelb.5174.13 (vi A.D.), etc.; τῆς ἀταξίας for their disorder, X.HG3.1.9; -ώματα ἔστω ἀστυνόμοις let them have the right of imposing penalties, Pl.Lg.764c.    2 loss, opp. λῆμμα, BGU419.13 (iii A.D.); injury, damage, ζ. προστρίβεσθαί τινι D.C.52.33.

German (Pape)

[Seite 1139] τό, Strafe, Luc. Prom. 13; bes. Geldbuße, Plat. Legg. VI, 764 c, u. das Recht sie aufzulegen.

Greek (Liddell-Scott)

ζημίωμα: τό, (ζημιόω), τὸ ἀπολεσθέν, ποινή, πρόστιμον, Λουκ. Προμ. 13, κτλ.· τῆς ἀταξίας, διὰ τὴν ἀταξίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9. 2) τὸ δικαίωμα τοῦ ἐπιβάλλειν ζημίαν, ζ. ἔστω ἀστυνόμοις Πλάτ. Νόμ. 764C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
peine : ζημίωμά τινος XÉN peine infligée pour qch.
Étymologie: ζημιόω.

Greek Monolingual

ζημίωμα, τὸ (Α) ζημιώ
1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.)
2. πρόστιμο
3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία
4. απώλεια, φθορά, βλάβη.

Greek Monotonic

ζημίωμα: -ατος, τό (ζημιόω), ποινή, πρόστιμο, τιμωρία, σε Λουκ.· ζημίωμα τῆς ἀταξίας, ποινή που επιβλήθηκε για την αταξία τους, σε Ξεν.