ἡβάσκω: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡβάσκω]] (Α)<br />(εναρκτικό ρ. του ηβώ)<br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]], [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην [[εφηβεία]] («παῑς ἡβάσκων [[ἄρτι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[φθάνω]] σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>3.</b> [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην ανδρική [[ηλικία]] ή [[παρουσιάζω]] τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) [[ακμάζω]], βρίσκομαι σε [[ακμή]] («ἡμῑν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηβ</i>- του <i>ήβ</i>-<i>η</i> / <i>ηβ</i>-<i>ώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. εναρκτικών ρ. -<i>ασκω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γελ</i>-<i>άσκω</i>, <i>γηρ</i>-<i>άσκω</i>)]. | |mltxt=[[ἡβάσκω]] (Α)<br />(εναρκτικό ρ. του ηβώ)<br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]], [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην [[εφηβεία]] («παῑς ἡβάσκων [[ἄρτι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[φθάνω]] σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>3.</b> [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην ανδρική [[ηλικία]] ή [[παρουσιάζω]] τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) [[ακμάζω]], βρίσκομαι σε [[ακμή]] («ἡμῑν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηβ</i>- του <i>ήβ</i>-<i>η</i> / <i>ηβ</i>-<i>ώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. εναρκτικών ρ. -<i>ασκω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γελ</i>-<i>άσκω</i>, <i>γηρ</i>-<i>άσκω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡβάσκω:''' εναρκτ. του [[ἡβάω]], [[έρχομαι]] σε εφηβική [[ηλικία]], [[ακμάζω]], Λατ. pubescere, σε Ξεν.· μεταφ., είμαι [[καινούριος]], ἡβάσκει [[πενίη]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
Incept. of ἡβάω,
A come to puberty, Hp.Aph.3.28. X.An. 4.6.1; παῖς ἡβάσκων ἄρτι ib.7.4.7; of women, become marriageable, Ruf. ap. Orib.inc.2.2. 2 metaph., νῦν ἔθ' ἡβάσκει κακόν (read by Gal. for ἡβᾷ σοι) E.Alc.1085; ἡμῖν ἡβάσκει πενίη AP6.30 (Maced.); ποιητικὴ οὔπω ἡβάσκουσα Philostr.Her.Praef. 3 reach, or show the outward signs of, manhood, Aristaenet.1.11, Philostr.Im.2.7.
German (Pape)
[Seite 1148] mannbar werden, pubescere, ἀμφὶ πρώτην ὑπήνην Aristaen. 1, 11; die volle männliche Kraft u. Stärke erlangen, πλὴν τοῦ υἱοῦ ἄρτι ἡβάσκοντος Xen. An. 4, 6, 1; παῖδα ἡβάσκοντα ἄρτι 7, 4, 7, der eben in die Jünglingsjahre trat; Sp. Auch übertr., wie ἀκμάζειν, χρόνος μαλάξει, νῦν δ' ἔθ' ἡβάσκει κακόν Eur. Alc. 1090, emend. für ἡβᾷ σοι..; vgl. Macedon. 28 a (VI, 30) κακοῦ δ' ἐπὶ γήραος ἡμῖν ἄλλυτος ἡβάσκει – πενίη.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβάσκω: ἐναρκτικὸν τοῦ ἡβάω, ἔρχομαι εἰς τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, εἰς ἀκμήν, Λατ. pubescere, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 1˙ παῖς ἡβάσκων ἄρτι αὐτόθι 7. 4, 7. 2) μεταφ., νῦν ἕθ’ ἡβάσκει κακὸν (κατὰ Δινδ. ἀντὶ ἡβᾷ σοι) Εὐρ. Ἀλκ. 1085˙ ἡμῖν ἡβάσκει πενίη Ἀνθ. Π. 6. 30. 3) φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, δεικνύω τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα ἀνδρικῆς ἡλικίας, Ἀρισταίν. 1. 11, Φιλόστρ. 821, Γαλην. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 devenir jeune homme;
2 p. ext. devenir fort, prendre de la force.
Étymologie: ἥβη.
Greek Monolingual
ἡβάσκω (Α)
(εναρκτικό ρ. του ηβώ)
1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.)
2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου
3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα
4. μτφ. α) αρχίζω να κάνω κάτι
β) ακμάζω, βρίσκομαι σε ακμή («ἡμῑν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηβ- του ήβ-η / ηβ-ώ + κατάλ. εναρκτικών ρ. -ασκω (πρβλ. γελ-άσκω, γηρ-άσκω)].
Greek Monotonic
ἡβάσκω: εναρκτ. του ἡβάω, έρχομαι σε εφηβική ηλικία, ακμάζω, Λατ. pubescere, σε Ξεν.· μεταφ., είμαι καινούριος, ἡβάσκει πενίη, σε Ανθ.