θημολογέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
(Bailly1_3) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]². | |btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]². | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θημολογέω:''' ([[θημών]], [[λέγω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συναθροίζω]] σε σωρό ή [[θημωνιά]], [[συσσωρεύω]], συντ. από το <i>θημωνολογέω</i>, σε Ανθ. Π. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A collect in a heap, shortd. from θημωνολογέω (metri.gr.), ψαμμίτην δόρπον AP9.551 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 1208] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην δόρπον, auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.
Greek (Liddell-Scott)
θημολογέω: συναθροίζω εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω (χάριν τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
amonceler.
Étymologie: θημών, λέγω².
Greek Monotonic
θημολογέω: (θημών, λέγω), μέλ. -ήσω, συναθροίζω σε σωρό ή θημωνιά, συσσωρεύω, συντ. από το θημωνολογέω, σε Ανθ. Π.