ἠλάκατα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠλάκατα]], τὰ (Α) [[ηλακάτη]]<br />(μόνο στον πληθ.)<br /><b>1.</b> οι τούφες τών μαλλιών που [[είναι]] τοποθετημένα [[πάνω]] στην [[ηλακάτη]], δηλ. στη [[ρόκα]]<br /><b>2.</b> το [[νήμα]] που κλώθεται από την [[ηλακάτη]]. | |mltxt=[[ἠλάκατα]], τὰ (Α) [[ηλακάτη]]<br />(μόνο στον πληθ.)<br /><b>1.</b> οι τούφες τών μαλλιών που [[είναι]] τοποθετημένα [[πάνω]] στην [[ηλακάτη]], δηλ. στη [[ρόκα]]<br /><b>2.</b> το [[νήμα]] που κλώθεται από την [[ηλακάτη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠλάκᾰτα:''' τά, μόνο στον πληθ., το [[μαλλί]] της «ρόκας», το [[μαλλί]] γύρω από την [[ηλακάτη]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰκ], ων, τά, only in pl.,
A wool on the distaff, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα Od.6.53,306, cf.7.105; ἠ. στροφαλίζετε 18.315; ἠ. ἀνελισσομένης Alex.Aet.3.4.
German (Pape)
[Seite 1159] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, ἠλάκατα στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλάκᾰτα: -ων, τά, μόνον κατὰ πληθ., τὰ περὶ τὴν ἠλακάτην ἔρια, ἠλάκατα στρωφῶσ’ ἁλιπόρφυρα Ὀδ. Z. 53, 306, πρβλ. Η. 105· ἠλ. στροφαλίζετε Σ. 315.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
fils qu’on tire de la quenouille.
Étymologie: ἠλακάτη.
English (Autenrieth)
pl.: wool, or woollen thread on the distaff; στρωφῶσα, στροφαλίζετε, ‘ply the distaff,’ Od. 18.315. (Od.) (See the first of the cuts below.)
Greek Monolingual
ἠλάκατα, τὰ (Α) ηλακάτη
(μόνο στον πληθ.)
1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα
2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη.
Greek Monotonic
ἠλάκᾰτα: τά, μόνο στον πληθ., το μαλλί της «ρόκας», το μαλλί γύρω από την ηλακάτη, σε Ομήρ. Οδ.