ἰσομεγέθης: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=μέγεθες (Α [[ἰσομεγέθης]], -μέγεθες)<br />αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με κάποιον [[άλλο]], όμοιος στο [[μέγεθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομεγέθως</i> (Α)<br />με ισομεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απειρο</i>-[[μεγέθης]], <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]]. | |mltxt=μέγεθες (Α [[ἰσομεγέθης]], -μέγεθες)<br />αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με κάποιον [[άλλο]], όμοιος στο [[μέγεθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομεγέθως</i> (Α)<br />με ισομεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απειρο</i>-[[μεγέθης]], <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰσομεγέθης:''' -ες ([[μέγεθος]]), [[ισομεγέθης]], [[ίσος]] στο [[μέγεθος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A equal in size, X.Cyn.5.29, Plb.10.44.2, Phld.Mort.3, Herod.Med. ap. Orib.10.8.2: c. dat., κύστις ἰ. ληκύθῳ Aen.Tact.31.10; ἰ. γῇ Jul.Gal. 135c. Adv. -θως Aristid.Quint.3.6.
German (Pape)
[Seite 1265] ες, gleich groß; Xen. Cyn. 5, 29; Pol. 10, 44, 2. – Adv., Arist. Quint.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομεγέθης: -ες, ἴσος κατὰ τὸ μέγεθος, Ξεν. Κυν. 5. 29, Πολύβ. 10. 44, 2. - Ἐπίρρ. -θως, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 123.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
égal en grandeur, de même grandeur.
Étymologie: ἴσος, μέγεθος.
Greek Monolingual
μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, -μέγεθες)
αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος.
επίρρ...
ἰσομεγέθως (Α)
με ισομεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρο-μεγέθης, μικρο-μεγέθης].
Greek Monotonic
ἰσομεγέθης: -ες (μέγεθος), ισομεγέθης, ίσος στο μέγεθος, σε Ξεν.