ἴστωρ: Difference between revisions
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴστωρ]] και [[ἵστωρ]] ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το [[δίκαιο]], [[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἵστορες</i><br />οι διαιτητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>- <i>τωρ</i> (με [[τροπή]] του <i>δ</i> σε <i>σ</i> προ του οδοντικού <i>τ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>weid</i>- «[[βλέπω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. [[οἶδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰδ</i>-<i>εῖν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>εῖν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιστορία]], [[ιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστόριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[πολυΐστωρ]], [[φιλίστωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αΐστωρ]], [[ανίστωρ]], [[επιίστωρ]], [[νομοΐστωρ]], [[προΐστωρ]], [[συνίστωρ]], [[φιλοΐστωρ]]. | |mltxt=[[ἴστωρ]] και [[ἵστωρ]] ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το [[δίκαιο]], [[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἵστορες</i><br />οι διαιτητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>- <i>τωρ</i> (με [[τροπή]] του <i>δ</i> σε <i>σ</i> προ του οδοντικού <i>τ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>weid</i>- «[[βλέπω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. [[οἶδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰδ</i>-<i>εῖν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>εῖν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιστορία]], [[ιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστόριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[πολυΐστωρ]], [[φιλίστωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αΐστωρ]], [[ανίστωρ]], [[επιίστωρ]], [[νομοΐστωρ]], [[προΐστωρ]], [[συνίστωρ]], [[φιλοΐστωρ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἴστωρ:''' ή [[ἵστωρ]], -ορος, ὁ, ἡ ([[οἶδα]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σοφός]] [[άνδρας]], αυτός που γνωρίζει το [[δίκαιο]], [[δικαστής]], [[κριτής]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[γνώστης]], ειδήμων, σε Ησίοδ.· [[ἵστωρ]] τινός, [[γνώστης]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
or ἵστωρ, Boeot. ϝίστωρ Schwyzer 491, etc., ορος, ὁ, ἡ:—
A one who knows law and right, judge, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il.18.501; ἴστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω 23.486; ϝίστορες witnesses, IG7.1779 (Thespiae); τῶ τεθμίω ϝίστωρ Schwyzer 523.64 (Orchom. Boeot.); θεοὺς πάντας ἵστορας ποιεύμενος Hp.Jusj.init., cf. Poll.8.106. II Adj. knowing, learned, Hes.Op.792; ἵ. τινός knowing a thing, skilled in it, ᾠδῆς h.Hom.32.2; ἐγχέων B.8.44; κἀγὼ τοῦδ' ἴ. ὑπερίστωρ S.El.850 (lyr), cf. E.IT1431, Pl.Cra.406b. (From ϝιδ-τωρ, cf. Εἴδω, οἶδα: ἵστωρ acc. to Hdn.Gr.2.108, etc.)
German (Pape)
[Seite 1272] ορος, ὁ (εἰδέναι), od. vielmehr nach Schol. Il. 18, 501 u. Anderen ἵστωρ zu schreiben, wofür das abgeleitete ἱστορέω spricht, der Kundige, Wissende, kundig, Hes. O. 790, ᾠδῆς H. h. 32, 2; der Augenzeuge, Zeuge, ἐπὶ ἵστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il. 18, 501, ἵστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω 23, 846; vgl. Soph. El. 840; Lehrs de Aristarch. stud. p. 116; Schömann Att. Proceß p. 669 n. 40. – Oft bei sp. D., βίβλοι ἵστορες μύθων Antiphil. 11 (IX, 192); auch fem., Μελπομένη Ep. (IX, 505, 16). – In Prosa selten, Plat. Crat. 406 b 407 c u. Sp.
French (Bailly abrégé)
gén. ορος (ὁ, ἡ)
1 qui sait, qui connaît, gén.;
2 celui qui connaît la loi ; juge.
Étymologie: R. Ϝιδ, cf. οἶδα, ἴστωρ de *Ϝίδτωρ.
English (Autenrieth)
ορος (root ϝιδ): one who knows, judge, Il. 18.501, Il. 21.486.
Greek Monolingual
ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α)
1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής
2. μάρτυρας
3. ως επίθ. έμπειρος
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες
οι διαιτητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fίδ- τωρ (με τροπή του δ σε σ προ του οδοντικού τ) < Fιδ-, μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας weid- «βλέπω» + κατάλ. -τωρ δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. οἶδα (πρβλ. ἰδ-εῖν < Fιδ-εῖν).
ΠΑΡ. ιστορία, ιστορώ
αρχ.
ιστόριον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) πολυΐστωρ, φιλίστωρ
αρχ.
αΐστωρ, ανίστωρ, επιίστωρ, νομοΐστωρ, προΐστωρ, συνίστωρ, φιλοΐστωρ.
Greek Monotonic
ἴστωρ: ή ἵστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (οἶδα)·
I. σοφός άνδρας, αυτός που γνωρίζει το δίκαιο, δικαστής, κριτής, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως επίθ., γνώστης, ειδήμων, σε Ησίοδ.· ἵστωρ τινός, γνώστης κάποιου πράγματος, σε Σοφ.