ἴνδαλμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἴνδαλμα]]) [[ινδάλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]], [[μορφή]], [[εικόνα]]<br /><b>2.</b> [[πλάσμα]] της φαντασίας, ιδεατή [[μορφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ιδεώδες, ιδανικό<br /><b>2.</b> [[ιδεώδης]] ύπαρξη, [[αντικείμενο]] λατρείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδωλο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἰνδάλματα</i><br />οι ψευδαισθήσεις, οι παραισθήσεις.
|mltxt=το (ΑΜ [[ἴνδαλμα]]) [[ινδάλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]], [[μορφή]], [[εικόνα]]<br /><b>2.</b> [[πλάσμα]] της φαντασίας, ιδεατή [[μορφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ιδεώδες, ιδανικό<br /><b>2.</b> [[ιδεώδης]] ύπαρξη, [[αντικείμενο]] λατρείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδωλο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἰνδάλματα</i><br />οι ψευδαισθήσεις, οι παραισθήσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴνδαλμα:''' -ατος, τό, [[μορφή]], [[εικόνα]], [[ομοίωμα]], Λατ. [[species]], σε Ανθ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴνδαλμα Medium diacritics: ἴνδαλμα Low diacritics: ίνδαλμα Capitals: ΙΝΔΑΛΜΑ
Transliteration A: índalma Transliteration B: indalma Transliteration C: indalma Beta Code: i)/ndalma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A form, appearance, LXX Wi.17.3, Ael.NA17.35; ἴ. ψυχῆς,= εἴδωλον, IG3.1403: pl., ἰ. ζωῆς Plot.1.4.3; κρυφίων ἰνδάλματα πυρσῶν AP5.250 (Iren.); mental image, ἰ. καὶ δόκησις ψυχῆς Them.Or.26.327d: in pl., hallucinations, Luc.Gall.5, Aret.SD1.6.

German (Pape)

[Seite 1254] τό, Abbild, Ael. H. A. 17, 35 u. a. Sp., Iren. 3 (V, 251).

Greek (Liddell-Scott)

ἴνδαλμα: τό, μορφή, εἰκών, ὁμοίωμα, Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
image, forme, apparence.
Étymologie: ἰνδάλλομαι.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἴνδαλμα) ινδάλλομαι
1. ομοίωμα, μορφή, εικόνα
2. πλάσμα της φαντασίας, ιδεατή μορφή
νεοελλ.
1. ιδεώδες, ιδανικό
2. ιδεώδης ύπαρξη, αντικείμενο λατρείας
αρχ.
1. είδωλο
2. στον πληθ. τὰ ἰνδάλματα
οι ψευδαισθήσεις, οι παραισθήσεις.

Greek Monotonic

ἴνδαλμα: -ατος, τό, μορφή, εικόνα, ομοίωμα, Λατ. species, σε Ανθ., Λουκ.