καθέψω: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθέψω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καθέψομαι</i><br />(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[υφίσταμαι]] έντονη την [[επίδραση]] της ηλιακής θερμότητας<br /><b>4.</b> [[καταπραΰνω]], [[ησυχάζω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>κωμ.</b> [[χωνεύω]] («[[ταχύ]] γοῡν καθέψας [[τἀργύριον]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[ψήνω]], [[βράζω]]»].
|mltxt=[[καθέψω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καθέψομαι</i><br />(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[υφίσταμαι]] έντονη την [[επίδραση]] της ηλιακής θερμότητας<br /><b>4.</b> [[καταπραΰνω]], [[ησυχάζω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>κωμ.</b> [[χωνεύω]] («[[ταχύ]] γοῡν καθέψας [[τἀργύριον]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[ψήνω]], [[βράζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθέψω:''' μέλ. <i>-εψήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] [[καλά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[απαλύνω]], [[ησυχάζω]], καταπραΰνω, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέψω Medium diacritics: καθέψω Low diacritics: καθέψω Capitals: ΚΑΘΕΨΩ
Transliteration A: kathépsō Transliteration B: kathepsō Transliteration C: kathepso Beta Code: kaqe/yw

English (LSJ)

fut. -εψήσω,

   A boil down, in Pass., Dsc.Alex.6, Plu.2.555b; of plants, to be dried up by the sun, cj. in Thphr.HP7.5.2; of a person, ἡλίῳ -ψεῖσθαι (sic) to be broiled, swelter, Luc.Asin.25; of a river, to be softened (sweetened) by boiling, D.S.1.40: Act., -ψοντες ἑαυτούς, by hot baths, Gal.6.185.    II metaph., soften, temper, joined with πραΰνειν, X.Eq.9.6.    2 digest, ἀργύριον Ar.V.795 codd. (prob. καταπέψεις).

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἕψω), stark kochen, auskochen, Diosc.; pass. Plut. S. N. V. 10 M.; καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων. ποταμ ός D. Sic. 1, 40. – Verbauen, Medic.; komisch τἀργύριον Ar. Vesp. 795. – Uebertr., mildern, mäßigen, καὶ πραΰνειν τὸν ἵππον Xen. de re equ. 9, 6, wo καθεψοῦσι steht, wie Luc. as. 25 καθεψεῖσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

καθέψω: μέλλ. καθεψήσω, βράζω τι καλῶς, Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· χωνεύω, ταχὺ γοῦν καθέψας τἀργύριον Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. πέσσω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de καθεψέω;
faire bien cuire, d’où
1 dessécher;
2 digérer.
Étymologie: κατά, ἕψω.

Greek Monolingual

καθέψω (Α)
1. βράζω κάτι καλά
2. παθ. καθέψομαι
(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο
3. (για πρόσ.) υφίσταμαι έντονη την επίδραση της ηλιακής θερμότητας
4. καταπραΰνω, ησυχάζω κάτι
5. κωμ. χωνεύωταχύ γοῡν καθέψας τἀργύριον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕψω «ψήνω, βράζω»].

Greek Monotonic

καθέψω: μέλ. -εψήσω,
I. βράζω κάτι καλά, σε Αριστοφ.
II. μεταφ., απαλύνω, ησυχάζω, καταπραΰνω, σε Ξεν.