Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοπράγμων: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[κακοπράγμων]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται με το [[κακό]], που προκαλεί [[βλάβη]], [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]] («οὐ [[μεγαλοπράγμων]] τε καὶ [[κακοπράγμων]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοπραγμόνως</i> (AM)<br />επιβλαβώς, [[κατά]] τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί [[κακό]], [[βλάβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πράγμων</i>, <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>].
|mltxt=-ον (AM [[κακοπράγμων]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται με το [[κακό]], που προκαλεί [[βλάβη]], [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]] («οὐ [[μεγαλοπράγμων]] τε καὶ [[κακοπράγμων]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοπραγμόνως</i> (AM)<br />επιβλαβώς, [[κατά]] τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί [[κακό]], [[βλάβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πράγμων</i>, <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾱκοπράγμων:''' -ον ([[πράσσω]]), = [[κακοποιός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπρᾱγμων Medium diacritics: κακοπράγμων Low diacritics: κακοπράγμων Capitals: ΚΑΚΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: kakoprágmōn Transliteration B: kakopragmōn Transliteration C: kakopragmon Beta Code: kakopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A doing evil, mischievous, X.HG5.2.36, Isoc.15.225,236, Arist.Ath.35.3: Sup. -έστατος, περί τι Plb.8.9.3. Adv. -μόνως Klio 16.163 (Delph.).

German (Pape)

[Seite 1302] ον, schlecht handelnd, boshaft, tückisch, Xen. Hell. 5, 2, 36; καὶ συκοφάνται Isocr. – Superlat., Pol. 8, 11, 3. – Adv., Eust.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a ou exécute de mauvais desseins, malfaisant, intrigant.
Étymologie: κακός, πρᾶγμα.

Greek Monolingual

-ον (AM κακοπράγμων, -ον)
αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.).
επίρρ...
κακοπραγμόνως (AM)
επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. μεγαλο-πράγμων, πολυ-πράγμων].

Greek Monotonic

κᾱκοπράγμων: -ον (πράσσω), = κακοποιός, σε Ξεν.