κατάστικτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάστικτος]], -ον) [[καταστίζω]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, [[διάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[παρδαλός]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σώμα]] ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με [[στίξη]], με [[τατουάζ]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[γεμάτος]] από [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάστικτος]], -ον) [[καταστίζω]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, [[διάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[παρδαλός]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σώμα]] ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με [[στίξη]], με [[τατουάζ]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[γεμάτος]] από [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάστικτος:''' -ον, καλυμμένος με στίγματα, [[σημαδεμένος]], πιτσιλωτός, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστικτος Medium diacritics: κατάστικτος Low diacritics: κατάστικτος Capitals: ΚΑΤΑΣΤΙΚΤΟΣ
Transliteration A: katástiktos Transliteration B: katastiktos Transliteration C: katastiktos Beta Code: kata/stiktos

English (LSJ)

ον,

   A spotted, speckled, brindled, κύων S.Fr.11; δορά E.Ba.697; ὁ κνιπολόγος Arist.HA593a13; of garments, IG22.1514.11,al.; ἐσθής Arr.Ind.5, cf. Men.1019; tattooed, Str.7.5.4: metaph., dotted, χώρα κ. οἰκήσεσι Id.2.5.33; κατοικίαις μικραῖς Id.17.3.1; studded, κ. ἄστροις τιάραν Jul.Or.5.171a.

German (Pape)

[Seite 1382] gefleckt, mit Punkten versehen; δοραί Eur. Bacch. 696; D. Per. 183 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστικτος: -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, ποικίλος, κύων Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ κνιπολόγος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, κατάστικτος φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. χιτών, ποικίλος, Ἀρρ. Ἰνδ. 5, Πολυδ. Ζ´, 55· κ. χιτών, ὁ ἔχων ζῷα ἢ ἄνθη ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
piqueté, tacheté, moucheté.
Étymologie: καταστίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάστικτος, -ον) καταστίζω
1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός
3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος
αρχ.
1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με στίξη, με τατουάζ
2. (γενικά) γεμάτος από κάτι.

Greek Monotonic

κατάστικτος: -ον, καλυμμένος με στίγματα, σημαδεμένος, πιτσιλωτός, σε Ευρ.