Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατευθύ: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατευθύ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθείαν]] [[εμπρός]], [[ίσια]], ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]]) ὁ [[κατευθύ]]<br />αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[πλευρά]], στο ίδιο [[μέρος]] («ὁ κατευθὺ [[δίδυμος]]», Παύλ. Αιγιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ [[ευθύ]]].
|mltxt=[[κατευθύ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθείαν]] [[εμπρός]], [[ίσια]], ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]]) ὁ [[κατευθύ]]<br />αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[πλευρά]], στο ίδιο [[μέρος]] («ὁ κατευθὺ [[δίδυμος]]», Παύλ. Αιγιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ [[ευθύ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατευθύ:''' επίρρ., κατ' ευθείαν [[εμπρός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευθύ Medium diacritics: κατευθύ Low diacritics: κατευθύ Capitals: ΚΑΤΕΥΘΥ
Transliteration A: kateuthý Transliteration B: kateuthy Transliteration C: katefthy Beta Code: kateuqu/

English (LSJ)

Adv.

   A straight forward, τὸ κ. ὁρᾶν X.Smp.5.5, cf. Luc. Jud.Voc.11; τὴν κ. ἔρχεσθαι Paus.2.11.3: c. gen., κ.τινός Plu.2.3b; on the same side (cf. ἰθύς), ὁ κ. δίδυμος Ruf.(?) ap.Paul.Aeg.3.45. (Better written κατ' εὐθύ.)

German (Pape)

[Seite 1398] geradezu, geradeaus; τὸ κατευθὺ μόνον ὁρᾶν Xen. Conv. 5, 5; ἡ κατ. sc. ὁδός, der gerade Weg, Paus. 2, 11, 3; Sp. auch κατευθύς; vgl. Lob. zu Phryn. 145.

Greek (Liddell-Scott)

κατευθύ: Ἐπίρρ., κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, τὸ κατ. ὁρᾶν Ξεν. Συμπ. 5. 5, πρβλ. Λουκ. Δίκην Φων. 11· τὴν κ. ἔρχεσθαι Παυσ. 2. 11, 3· μεταὰ γεν., κ. τινος Πλούτ. 2. 3Β.- Ὡσαύτως κατευθύς, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 145.

French (Bailly abrégé)

adv.
droit, directement, en droite ligne.
Étymologie: = κατ’ εὐθύ.

Greek Monolingual

κατευθύ (Α)
επίρρ.
1. κατευθείαν εμπρός, ίσια, ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», Ξεν.)
2. (με άρθρο) ὁ κατευθύ
αυτός που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, στο ίδιο μέρος («ὁ κατευθὺ δίδυμος», Παύλ. Αιγιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθύ].

Greek Monotonic

κατευθύ: επίρρ., κατ' ευθείαν εμπρός, σε Ξεν.