κρουστικός: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κρουστικός]], -ή, -όν) [[κρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[κρούση]] ή αυτός που ενεργεί με [[κρούση]], [[επικρουστικός]] («κρουστικό όπλο» — το κρουσιφλεγές όπλο)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>φυσ.</b> «κρουστικό [[κύμα]]» — ισχυρό [[κύμα]] πίεσης το οποίο διαδίδεται σε [[κάθε]] [[ελαστικό]] [[μέσο]], όπως [[είναι]] ο [[αέρας]], το [[νερό]] ή ένα στερεό [[σώμα]], στη [[διάρκεια]] φαινομένων που συνεπάγονται βίαιες μεταβολές της πίεσης, της πυκνότητας και της θερμοκρασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κριάρι]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να χτυπά με τα κέρατα, να κερατίζει («[[διότι]] κρουστικόν φύσει ζῷόν ἐστι», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει σωστό, κατάλληλο ή διαπεραστικό ήχο («ἡ μὲν γὰρ φωνὴ ἡδίων ἡ τοῡ ἀνθρώπου<br />κρουστικὰ δὲ μᾱλλον τὰ ὄργανα τοῡ στόματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ρητοροδιδάσκαλο ή σοφιστή) αυτός που προκαλεί [[εντύπωση]], [[εντυπωσιακός]], έντονα [[εκφραστικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>κρουστικόν</i><br />η [[ευγλωττία]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κρουστικός]], -ή, -όν) [[κρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[κρούση]] ή αυτός που ενεργεί με [[κρούση]], [[επικρουστικός]] («κρουστικό όπλο» — το κρουσιφλεγές όπλο)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>φυσ.</b> «κρουστικό [[κύμα]]» — ισχυρό [[κύμα]] πίεσης το οποίο διαδίδεται σε [[κάθε]] [[ελαστικό]] [[μέσο]], όπως [[είναι]] ο [[αέρας]], το [[νερό]] ή ένα στερεό [[σώμα]], στη [[διάρκεια]] φαινομένων που συνεπάγονται βίαιες μεταβολές της πίεσης, της πυκνότητας και της θερμοκρασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κριάρι]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να χτυπά με τα κέρατα, να κερατίζει («[[διότι]] κρουστικόν φύσει ζῷόν ἐστι», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει σωστό, κατάλληλο ή διαπεραστικό ήχο («ἡ μὲν γὰρ φωνὴ ἡδίων ἡ τοῡ ἀνθρώπου<br />κρουστικὰ δὲ μᾱλλον τὰ ὄργανα τοῡ στόματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ρητοροδιδάσκαλο ή σοφιστή) αυτός που προκαλεί [[εντύπωση]], [[εντυπωσιακός]], έντονα [[εκφραστικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>κρουστικόν</i><br />η [[ευγλωττία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρουστικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για να χτυπήσει στα αυτιά, [[εντυπωσιακός]], σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για ρητοροδιδάσκαλο, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for striking, butting, of a ram, Ph.1.113. II able to sound the right note, ὄργανα Arist.Pr.918a33; κ. θίξις χορδῶν, opp. ἠθική, Plu.2.802f. 2 metaph., of a rhetorician or sophist, striking, impressive, Ar.Eq.1379; τὸ κ. striking eloquence, Luc.Dem.Enc.32.
German (Pape)
[Seite 1514] zum Schlagen gehörig; bes. = einen Klang hervorbringend u. in die Ohren fallend, ein dringlich; κρουστικὰ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος Arist. probl. 19, 10; von der Redekunst, Ar. Equ. 1379; Luc. Dem. enc. 32 u. Sp., eindringlich, ergreifend.
Greek (Liddell-Scott)
κρουστικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ κρούῃ, νὰ κερατίζῃ, ἐπὶ κριοῦ, Φίλων 1. 113. ΙΙ. ὁ παράγων ἦχον διαπεραστικόν, κρουστικὰ δὲ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος, ὄργανα Ἀριστοτ. Προβλ. 19. 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Ε. 2) μεταφ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου ἢ σοφιστοῦ, παρέχων ἐντύπωσιν, ἐκφραστικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1379· τὸ κρ., ἐκφραστικὴ εὐγλωττία, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκ. 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
retentissant, vibrant.
Étymologie: κρούω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κρουστικός, -ή, -όν) κρούω
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην κρούση ή αυτός που ενεργεί με κρούση, επικρουστικός («κρουστικό όπλο» — το κρουσιφλεγές όπλο)
2. φρ. φυσ. «κρουστικό κύμα» — ισχυρό κύμα πίεσης το οποίο διαδίδεται σε κάθε ελαστικό μέσο, όπως είναι ο αέρας, το νερό ή ένα στερεό σώμα, στη διάρκεια φαινομένων που συνεπάγονται βίαιες μεταβολές της πίεσης, της πυκνότητας και της θερμοκρασίας
αρχ.
1. (για κριάρι) αυτός που έχει την ιδιότητα να χτυπά με τα κέρατα, να κερατίζει («διότι κρουστικόν φύσει ζῷόν ἐστι», Φίλ.)
2. αυτός που παράγει σωστό, κατάλληλο ή διαπεραστικό ήχο («ἡ μὲν γὰρ φωνὴ ἡδίων ἡ τοῡ ἀνθρώπου
κρουστικὰ δὲ μᾱλλον τὰ ὄργανα τοῡ στόματος», Αριστοτ.)
3. (για ρητοροδιδάσκαλο ή σοφιστή) αυτός που προκαλεί εντύπωση, εντυπωσιακός, έντονα εκφραστικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρουστικόν
η ευγλωττία.
Greek Monotonic
κρουστικός: -ή, -όν, κατάλληλος για να χτυπήσει στα αυτιά, εντυπωσιακός, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για ρητοροδιδάσκαλο, σε Αριστοφ.