λέαινα: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λέαινα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[λιοντάρι]] («ἡ δὲ δὴ [[λέαινα]]... [[ἅπαξ]] ἐν τῷ βίω τίκτει ἕν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γενναία και μαχητική [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της Εκάτης<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[κολλυρίων]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λέαιναι</i><br />γυναίκες αφιερωμένες στον Μίθρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λέαιν' ἐπὶ τυροκνήστιδος» — [[ονομασία]] μιας στάσης συνουσίας<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> <b>μτφ.</b> α) «λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν» — λεγόταν σε περιπτώσεις θηριωδίας, αγριότητας (<b>Θεόκρ.</b>) β) «[[δίπους]] [[λέαινα]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[Κλυταιμνήστρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δράκ</i>-<i>αινα</i>, <i>λύκ</i>-<i>αινα</i>)].
|mltxt=η (Α [[λέαινα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[λιοντάρι]] («ἡ δὲ δὴ [[λέαινα]]... [[ἅπαξ]] ἐν τῷ βίω τίκτει ἕν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γενναία και μαχητική [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της Εκάτης<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[κολλυρίων]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λέαιναι</i><br />γυναίκες αφιερωμένες στον Μίθρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λέαιν' ἐπὶ τυροκνήστιδος» — [[ονομασία]] μιας στάσης συνουσίας<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> <b>μτφ.</b> α) «λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν» — λεγόταν σε περιπτώσεις θηριωδίας, αγριότητας (<b>Θεόκρ.</b>) β) «[[δίπους]] [[λέαινα]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[Κλυταιμνήστρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δράκ</i>-<i>αινα</i>, <i>λύκ</i>-<i>αινα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λέαινα:''' ἡ, θηλ. του <i>λέοντος</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:01, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέαινα Medium diacritics: λέαινα Low diacritics: λέαινα Capitals: ΛΕΑΙΝΑ
Transliteration A: léaina Transliteration B: leaina Transliteration C: leaina Beta Code: le/aina

English (LSJ)

ἡ, fem. of λέων,

   A lioness, Hdt.3.108: metaph., δίπους λ., of Clytaemnestra, A.Ag.1258; λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν, as a symbol of ferocity, Theoc.3.15, cf.23.19.    II λ. ἐπὶ τυροκνήστιδος, = σχῆμά τι συνουσίας, Ar.Lys.231.    III pl., women dedicated to Mithras, Porph.Abst.4.16 (cf. λέων VI); title of Hecate, ibid.    IV name of several salves, Orib.Fr.75, Aët.7.86, Paul.Aeg.7.17.

German (Pape)

[Seite 21] ἡ, fem. zu λέων, die Löwinn, Her. 3, 108 u. A. Uebertr. bei den Tragg., αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ Aesch. Ag. 1258; – λέαινα ἐπὶ τυροκνήστιδος, σχῆμά τι συνουσίας, VLL. aus Ar. Lys. 231.

Greek (Liddell-Scott)

λέαινα: ἡ, θηλ. τοῦ λέων, Ἡρόδ. 3. 108· μεταφ., δίπους λ., ἡ Κλυταιμνήστρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258· λέαινας μαζὸν ἐθήλαζε, ὡς σύμβολον ἀγριότητος, Θεόκρ. 3. 15. ΙΙ. σχῆμά τι συνουσίας, Ἀριστοφ. Λυσ. 231.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lionne.
Étymologie: fém. de λέων.

Greek Monolingual

η (Α λέαινα)
1. το θηλυκό λιοντάρι («ἡ δὲ δὴ λέαινα... ἅπαξ ἐν τῷ βίω τίκτει ἕν», Ηρόδ.)
2. μτφ. γενναία και μαχητική γυναίκα
αρχ.
1. προσωνυμία της Εκάτης
2. ονομασία διαφόρων κολλυρίων
3. στον πληθ. αἱ λέαιναι
γυναίκες αφιερωμένες στον Μίθρα
4. φρ. «λέαιν' ἐπὶ τυροκνήστιδος» — ονομασία μιας στάσης συνουσίας
5. παροιμ. φρ. μτφ. α) «λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν» — λεγόταν σε περιπτώσεις θηριωδίας, αγριότητας (Θεόκρ.) β) «δίπους λέαινα»
μτφ. η Κλυταιμνήστρα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + κατάλ. -αινα (πρβλ. δράκ-αινα, λύκ-αινα)].

Greek Monotonic

λέαινα: ἡ, θηλ. του λέοντος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.