μικρολογία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />(Α [[μικρολογία]] και [[σμικρολογία]]) [[μικρολόγος]]<br /><b>1.</b> το να μιλάει ή να ασχολείται [[κανείς]] με ασήμαντα πράγματα, ανόητη [[φλυαρία]]<br /><b>2.</b> η [[ενασχόληση]] με ασήμαντες λεπτομέρειες<br /><b>3.</b> [[σχολαστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικροπρέπεια]]<br /><b>2.</b> το να υποβιβάζει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[λόγια]] του, το να αποδίδει [[κανείς]] ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον<br /><b>3.</b> φειδωλότητα, [[φιλαργυρία]], [[τσιγγουνιά]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> ασήμαντα πράγματα.
|mltxt=η<br />(Α [[μικρολογία]] και [[σμικρολογία]]) [[μικρολόγος]]<br /><b>1.</b> το να μιλάει ή να ασχολείται [[κανείς]] με ασήμαντα πράγματα, ανόητη [[φλυαρία]]<br /><b>2.</b> η [[ενασχόληση]] με ασήμαντες λεπτομέρειες<br /><b>3.</b> [[σχολαστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικροπρέπεια]]<br /><b>2.</b> το να υποβιβάζει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[λόγια]] του, το να αποδίδει [[κανείς]] ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον<br /><b>3.</b> φειδωλότητα, [[φιλαργυρία]], [[τσιγγουνιά]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> ασήμαντα πράγματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑκρολογία:''' ή σμικρ-, ἡ, ο [[χαρακτήρας]] του μικρολόγου, [[ματαιολογία]], [[επιπολαιότητα]], [[μικρότητα]], τσιγκουνιά, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρολογία Medium diacritics: μικρολογία Low diacritics: μικρολογία Capitals: ΜΙΚΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: mikrología Transliteration B: mikrologia Transliteration C: mikrologia Beta Code: mikrologi/a

English (LSJ)

or σμικρ- (v. μικρός), ἡ,

   A meanness, stinginess, Thphr.Char.10, Plb.31.27.16.    II pettiness, Pl.R.486a, Arist.Metaph.995a10, Plot.1.4.7; hair-splitting, Isoc.13.8, etc.: pl., meticulous arguments, 'logic-chopping', Pl.Hp.Ma. 304b; minutiae, in Art, D.H.Comp.25.    2 disparagement, depreciating language, Isoc.15.2.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Wesen des μικρολόγος, Kleinigkeitskrämerei, Plat. Rep. VI, 486 a; Verkleinerungssucht, Isocr. 15, 2; den λῆροι u. ὕθλοι entsprechend, Luc. Vit. auct. 17; καὶ γλισχρότης, Plut. Them. 5; Ggstz von ὕβρις, Knauserei, Luc. Nigr. 22 D. Mort. 10, 8; Sparsamkeit, merced. cond. 20 Iup. trag. 15; oft bei Plut. im Ggstz von μεγαλοψυχία, Cat. min. 5; διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους μικρολογίαν, Heraclid. bei Ath. XII, 526 a, Streit um Kleinigkeiten; bes. auch kleinlicher Geiz, Pol. 32, 13, 16; Luc. Iov. Trag. 15.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρολογία: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ μικρολόγου· ἡ ἀνόητος φλυαρία· μικρόνοια, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἄτοπος· γλισχρότης, φειδωλία, Θεοφρ. Χαρ. 10· ― ἐν τῷ πληθ., σμικρότητες, μηδαμινὰ πράγματα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304Β. ΙΙ. τὸ ὑποβιβάζειν καὶ παριστάνειν τι μικρὸν διὰ τοῦ λόγου, Ἰσοκρ. 310Β.

French (Bailly abrégé)

ou σμικρολογία;
ας (ἡ) :
1 attention donnée à de petites choses, petitesse d’esprit;
2 parcimonie, avarice.
Étymologie: μικρολόγος.

Greek Monolingual

η
μικρολογία και σμικρολογία) μικρολόγος
1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία
2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες
3. σχολαστικότητα
αρχ.
1. μικροπρέπεια
2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι με τα λόγια του, το να αποδίδει κανείς ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον
3. φειδωλότητα, φιλαργυρία, τσιγγουνιά
4. στον πληθ. ασήμαντα πράγματα.

Greek Monotonic

μῑκρολογία: ή σμικρ-, ἡ, ο χαρακτήρας του μικρολόγου, ματαιολογία, επιπολαιότητα, μικρότητα, τσιγκουνιά, σε Πλάτ. κ.λπ.