μυριοστός: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μυριοστός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που σε μιαν αριθμητική [[σειρά]] έχει τον αριθμό [[δέκα]] χιλιάδες, ο δεκακισχιλιοστός («οὐδ' ἂν [[χιλιοστός]], [[ἴσως]] δ' οὐδ' ἂν [[μυριοστός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[δέκα]] χιλιάδες φορές (ή [[πάρα]] πολύ) [[μικρότερος]] ως [[προς]] το [[μέγεθος]] ή ως [[προς]] το [[πλήθος]] σε [[σχέση]] με εκείνον με τον οποίο συγκρίνεται (α. «και το μυριοστό να έκανε από όσα υποσχέθηκε, θα ήμουν ευχαριστημένη» β. «καὶ μὴν [[μέρος]] γ' ἡμῶν ὁρᾱτ<br />[[οὔπω]] τὸ μυριοστόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μυριοστό</i><br />καθένα από τα [[δέκα]] χιλιάδες μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί [[κάτι]] που λαμβάνεται ως [[μονάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυριοστῶς</i> (Μ)<br />[[κατά]] το μυριοστό, [[κατά]] το ένα [[δεκάκις]] [[χιλιοστό]] («κἂν μυριστῶς γράφοιτο», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύριος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στός</i>, [[κατά]] τα [[ἑκατοστός]], [[εἰκοστός]]. | |mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μυριοστός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που σε μιαν αριθμητική [[σειρά]] έχει τον αριθμό [[δέκα]] χιλιάδες, ο δεκακισχιλιοστός («οὐδ' ἂν [[χιλιοστός]], [[ἴσως]] δ' οὐδ' ἂν [[μυριοστός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[δέκα]] χιλιάδες φορές (ή [[πάρα]] πολύ) [[μικρότερος]] ως [[προς]] το [[μέγεθος]] ή ως [[προς]] το [[πλήθος]] σε [[σχέση]] με εκείνον με τον οποίο συγκρίνεται (α. «και το μυριοστό να έκανε από όσα υποσχέθηκε, θα ήμουν ευχαριστημένη» β. «καὶ μὴν [[μέρος]] γ' ἡμῶν ὁρᾱτ<br />[[οὔπω]] τὸ μυριοστόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μυριοστό</i><br />καθένα από τα [[δέκα]] χιλιάδες μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί [[κάτι]] που λαμβάνεται ως [[μονάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυριοστῶς</i> (Μ)<br />[[κατά]] το μυριοστό, [[κατά]] το ένα [[δεκάκις]] [[χιλιοστό]] («κἂν μυριστῶς γράφοιτο», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύριος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στός</i>, [[κατά]] τα [[ἑκατοστός]], [[εἰκοστός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῡριοστός:''' -ή, -όν, ο [[δεκάκις]] [[χιλιοστός]], σε Αριστοφ.· μυριοστὸν [[ἔτος]], 10.000 χρόνια από [[τότε]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, 10,000
A th, μέρος, μοῖρα, Ar.Lys.355, Th.555; μ. ἔτος 10,000 years ago, Pl.Lg.656e; μ. ἔ. γενόμενα ἢ ἐσόμενα Arist.Rh.1386a29, cf. Ph.218a28.
German (Pape)
[Seite 220] der zehntausendste; μέρος, Ar. Lys. 355; μοῖρα, Th. 555; Folgde, wie Plat. Legg. II, 656 e.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοστός: -ή, -όν, ὁ δεκακισχιλιοστός, μέρος, μοῖρα Ἀριστοφ. Λυσ. 355, Θεσμ. 555˙ μ. ἔτος, πρὸ δεκακισχιλίων ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 656Ε, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 5˙ εἰς ἔτος μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 6˙ μυριάκις μ. Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. μυριοστῶς, Θ. Στουδ. 348D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dix-millième.
Étymologie: μυρίος.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (ΑΜ μυριοστός, -ή, -όν)
1. αυτός που σε μιαν αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δέκα χιλιάδες, ο δεκακισχιλιοστός («οὐδ' ἂν χιλιοστός, ἴσως δ' οὐδ' ἂν μυριοστός», Ξεν.)
2. αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές (ή πάρα πολύ) μικρότερος ως προς το μέγεθος ή ως προς το πλήθος σε σχέση με εκείνον με τον οποίο συγκρίνεται (α. «και το μυριοστό να έκανε από όσα υποσχέθηκε, θα ήμουν ευχαριστημένη» β. «καὶ μὴν μέρος γ' ἡμῶν ὁρᾱτ
οὔπω τὸ μυριοστόν», Αριστοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το μυριοστό
καθένα από τα δέκα χιλιάδες μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί κάτι που λαμβάνεται ως μονάδα.
επίρρ...
μυριοστῶς (Μ)
κατά το μυριοστό, κατά το ένα δεκάκις χιλιοστό («κἂν μυριστῶς γράφοιτο», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος + κατάλ. -στός, κατά τα ἑκατοστός, εἰκοστός.
Greek Monotonic
μῡριοστός: -ή, -όν, ο δεκάκις χιλιοστός, σε Αριστοφ.· μυριοστὸν ἔτος, 10.000 χρόνια από τότε, σε Πλάτ.