νεκτάρεος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεκτάρεος]], -έα, -ον, ιων. τ. θηλ. -έη (Α)<br /><b>1.</b> (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν [[νέκταρ]], [[ευώδης]]<br />β) [[λαμπρός]], [[έξοχος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[νέκταρ]], από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νεκτάρεον</i><br />[[γλυκά]], με [[γλυκό]] τρόπο («νεκτάρεον μείδησε», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκταρ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κίτρ</i>-<i>εος</i>, <i>λίν</i>-<i>εος</i>)].
|mltxt=[[νεκτάρεος]], -έα, -ον, ιων. τ. θηλ. -έη (Α)<br /><b>1.</b> (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν [[νέκταρ]], [[ευώδης]]<br />β) [[λαμπρός]], [[έξοχος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[νέκταρ]], από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νεκτάρεον</i><br />[[γλυκά]], με [[γλυκό]] τρόπο («νεκτάρεον μείδησε», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκταρ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κίτρ</i>-<i>εος</i>, <i>λίν</i>-<i>εος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεκτάρεος:''' [ᾰ], -έα, Ιων. -έη, -εον, αυτός που έχει τις ιδιότητες του <i>νέκταρος</i>· λέγεται για ενδύματα, πιθ., αρωματισμένος, [[αρωματικός]], ή, γενικά, [[θεϊκός]], [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]], [[έξοχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· κυριολεκτικώς, <i>νεκταρέαι σπονδαί</i>, σπονδές από [[νέκταρ]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκτάρεος Medium diacritics: νεκτάρεος Low diacritics: νεκτάρεος Capitals: ΝΕΚΤΑΡΕΟΣ
Transliteration A: nektáreos Transliteration B: nektareos Transliteration C: nektareos Beta Code: nekta/reos

English (LSJ)

[ᾰ], έα, Ion. έη, εον,

   A nectarous, in Hom. of garments, i.e. fragrant, ν. ἑανός, χιτών, Il.3.385, 18.25; ν. σπονδαί Pi.I.6(5).37; κύλιξ AP6.248 (Marc. Arg.); Βρομίου νεκτάρεαι προπόσεις BMus.Inscr.1036 (Caria); τὸ ν. πόμα Luc.Herm.60: neut. as Adv., νεκτάρεον μείδησε A.R.3.1009.

German (Pape)

[Seite 238] wie Nektar duftend, od. allgem. wie Nektar, göttlich, schön; ἑανόν, Il. 3, 385; χιτών, 18, 25; vgl. ἀμβρόσιος. – Von Nektar, νεκταρέαις σπονδαῖσιν Pind. I. 5, 37; τὸ νεκτάρεον πόμα, Luc. Hermot. 60.

Greek (Liddell-Scott)

νεκτάρεος: έα, Ἰων. έη, εον, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὡς νέκταρ εὐωδιάζων, εὐώδης, πιθανῶς· ἢ καθόλου, θεῖος, λαμπρός, ἔξοχος (πρβλ. ἀμβρόσιος), ν. ἑανόν, χιτὼν Ἰλ. Γ. 385., Σ. 25· - κυριολεκτικῶς: ν. σπονδαί, σπονδαὶ ἐκ νέκταρος, Πινδ. Ι. 6 (5)· 54· κύλιξ Ἀνθ. Π. 6. 248. τὸ ν. πόμα Λουκ. Ἑρμότ. 60·- οὐδ. ὡς ἐπίρρ., νεκτάρεον μείδησε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1009.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de nectar;
2 divin, précieux.
Étymologie: νέκταρ.

English (Autenrieth)

nectar-like, fragrant as nectar. (Il.)

English (Slater)

νεκτᾰρεος
   a nectar bearing εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15.
   b of nectar, i. e. as sweet as nectar. τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν (I. 6.37) ]γενναίων ἄωτος νεκταρέας αι[ fr. 6b. f.

Greek Monolingual

νεκτάρεος, -έα, -ον, ιων. τ. θηλ. -έη (Α)
1. (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν νέκταρ, ευώδης
β) λαμπρός, έξοχος
2. αυτός που αποτελείται από νέκταρ, από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», Πίνδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) νεκτάρεον
γλυκά, με γλυκό τρόπο («νεκτάρεον μείδησε», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. -εος (πρβλ. κίτρ-εος, λίν-εος)].

Greek Monotonic

νεκτάρεος: [ᾰ], -έα, Ιων. -έη, -εον, αυτός που έχει τις ιδιότητες του νέκταρος· λέγεται για ενδύματα, πιθ., αρωματισμένος, αρωματικός, ή, γενικά, θεϊκός, εξαίρετος, λαμπρός, έξοχος, σε Ομήρ. Ιλ.· κυριολεκτικώς, νεκταρέαι σπονδαί, σπονδές από νέκταρ, σε Πίνδ.