μοσχεύω: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[μοσχεύω]]) [[μόσχος]] (Ι)]<br />[[αποσπώ]] μοσχεύματα από δέντρα και τα [[φυτεύω]] σε κατάλληλο [[περιβάλλον]], όπου σχηματίζουν ρίζες και αναπτύσσονται σε πλήρη φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]] κάποιον σαν να [[είναι]] [[μόσχος]], [[δηλαδή]] με πολλή [[αγάπη]] και [[φροντίδα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρέφω]], [[ανατρέφω]], [[διατηρώ]].———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[μοσχεύω]] και [[μοσκεύω]]) [[μόσχος]] (II)]<br /><b>(μτβ.)</b> [[οσφραίνομαι]], [[μυρίζω]] [[κάτι]] ή κάποιον («το ρούχον του μοσκεύει», Χούμν.).
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[μοσχεύω]]) [[μόσχος]] (Ι)]<br />[[αποσπώ]] μοσχεύματα από δέντρα και τα [[φυτεύω]] σε κατάλληλο [[περιβάλλον]], όπου σχηματίζουν ρίζες και αναπτύσσονται σε πλήρη φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]] κάποιον σαν να [[είναι]] [[μόσχος]], [[δηλαδή]] με πολλή [[αγάπη]] και [[φροντίδα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρέφω]], [[ανατρέφω]], [[διατηρώ]].———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[μοσχεύω]] και [[μοσκεύω]]) [[μόσχος]] (II)]<br /><b>(μτβ.)</b> [[οσφραίνομαι]], [[μυρίζω]] [[κάτι]] ή κάποιον («το ρούχον του μοσκεύει», Χούμν.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μοσχεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[μόσχος]] Α), [[πολλαπλασιάζω]] [[φυτό]] ή δέντρο αποσπώντας [[μόσχευμα]] ([[παραφυάδα]] με [[τμήμα]] της ρίζας) και μεταφυτεύοντάς το· μεταφ., [[σπέρνω]], [[γεννώ]] [[παιδιά]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχεύω Medium diacritics: μοσχεύω Low diacritics: μοσχεύω Capitals: ΜΟΣΧΕΥΩ
Transliteration A: moscheúō Transliteration B: moscheuō Transliteration C: moscheyo Beta Code: mosxeu/w

English (LSJ)

   A plant a sucker, Thphr.CP1.2.1, 3.5.1, etc.; τὸ μεμοσχευμένον ib.3.5.3, cf.Com.Adesp.182, PSI5.499.7 (iii B.C.): metaph., μ. τοὺς τοιούτους ἐν [τοῖς δικαστηρίοις] D.25.48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως -εύεται D.H.7.46.    II train as a calf, Philostr.VA6.30.

German (Pape)

[Seite 209] einen Ableger machen, Theophr. u. A. – Uebertr., anpflanzen, aufziehen, Dem. 25, 48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως μοσχεύεται, D. Hal. 7, 46; ἐκ νέου τινά, Philostr. v. Apoll. 5, 30.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχεύω: ἀποσπῶ ἀπὸ τῶν δένδρων παραφυάδας μετὰ φανεροῦ μέρους τῆς ῥίζης καὶ μεταφυτεύω αὐτάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1, 2, 1., 3. 5, 1, κτλ.· τὸ μεμοσχευμένον 3. 5, 3· - μεταφορ., ἵνα τοὺς τοιούτους ἐν αὐτοῖς (δηλ. τοῖς δικαστηρίοις) μοσχεύητε, τρέφητε, διατηρῆτε ὡς μοσχεύματα, Δημ. 785. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 46, Φιλόστρ. 269.

French (Bailly abrégé)

1 transplanter des marcottes ; fig. transplanter, planter;
2 p. ext. nourrir, élever ; fig. fortifier, développer.
Étymologie: μόσχος.

Greek Monolingual

(I)
μοσχεύω) μόσχος (Ι)]
αποσπώ μοσχεύματα από δέντρα και τα φυτεύω σε κατάλληλο περιβάλλον, όπου σχηματίζουν ρίζες και αναπτύσσονται σε πλήρη φυτά
αρχ.
1. ανατρέφω κάποιον σαν να είναι μόσχος, δηλαδή με πολλή αγάπη και φροντίδα
2. μτφ. τρέφω, ανατρέφω, διατηρώ.———————— (II)
μοσχεύω και μοσκεύω) μόσχος (II)]
(μτβ.) οσφραίνομαι, μυρίζω κάτι ή κάποιον («το ρούχον του μοσκεύει», Χούμν.).

Greek Monotonic

μοσχεύω: μέλ. -σω (μόσχος Α), πολλαπλασιάζω φυτό ή δέντρο αποσπώντας μόσχευμα (παραφυάδα με τμήμα της ρίζας) και μεταφυτεύοντάς το· μεταφ., σπέρνω, γεννώ παιδιά, σε Δημ.