ξυρόν: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(27) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυρόν]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> [[μάχαιρα]] με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)» <br />α) σε κρίσιμο [[σημείο]], σε μεγάλο κίνδυνο, στην [[κόψη]] του ξυραφιού<br />β) μεταγενέστερα λεγόταν και για [[δήλωση]] ως εκ θαύματος σωτηρίας («ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῑν τὰ πράγματα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχ. λ. που συνδέεται με το ρ. <i>ξύω</i> και αντιστοιχεί επακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>ksura</i>-. Οι δύο αυτοί τ. [[είναι]] και οι μόνοι που μαρτυρούνται από την Ινδοευρωπαϊκή. Είναι αμφίβολο αν η αρχική σημ. της λ. [[είναι]] «[[ξυράφι]]» ή «[[μαχαίρι]]»]. | |mltxt=[[ξυρόν]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> [[μάχαιρα]] με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)» <br />α) σε κρίσιμο [[σημείο]], σε μεγάλο κίνδυνο, στην [[κόψη]] του ξυραφιού<br />β) μεταγενέστερα λεγόταν και για [[δήλωση]] ως εκ θαύματος σωτηρίας («ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῑν τὰ πράγματα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχ. λ. που συνδέεται με το ρ. <i>ξύω</i> και αντιστοιχεί επακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>ksura</i>-. Οι δύο αυτοί τ. [[είναι]] και οι μόνοι που μαρτυρούνται από την Ινδοευρωπαϊκή. Είναι αμφίβολο αν η αρχική σημ. της λ. [[είναι]] «[[ξυράφι]]» ή «[[μαχαίρι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξῠρόν:''' τό ([[ξύω]]), [[ξυράφι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς [[ὄλεθρος]] ἠὲ [[βιῶναι]], μεταφ., ο [[θάνατος]] ή η [[ζωή]] ισορροπούν στην [[κόψη]] του ξυραφιού, ή θα χαθούμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται [[ἡμῖν]] τὰ πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης</i>, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A razor, E.El.241, Ar.Ec.65, Th.219, Nic.Al.411, Plu. Art.29, etc.: prov., ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς... ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι death or life is balanced on a razor's edge, Il.10.173 : freq. in later authors, to express a delicately balanced like lihood of failure or success, ἀκμᾶς ἑστακυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα Simon.97 ; ἐπὶ ξ. γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα Hdt.6.11 ; κίνδυνος ἐπὶ ξ. ἵσταται ἀκμῆς Thgn.557 ; βεβὼς . . ἐπὶ ξ. τύχης S.Ant.996 ; ἔβητ' ἐπὶ ξ. ; E.HF630 ; ἐπὶ ξ. εἶναι Theoc.22.6 ; ἐπὶ ξ. ἑστηκέναι Luc.JTr.3.
ξῠρόν· τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 282] τό (ξύω, auch mit κείρω verwandt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 264), das Scheermesser; κρᾶτα πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241; Ar. Eccl. 65 u. A. – Von der haarfeinen Schärfe der Scheermesserklinge übertr., νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι, Il. 10, 173, sprichwörtlich von dem entscheidenden Augenblicke, wo ein Haarbreit den Ausschlag geben kann, wie Her. 6, 11 sagt: ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν πρήγματα ἢ εἶναι ἐλευθέροισι ἢ δούλοισι; vgl. Theogn. 569; ähnlich Theocr. 22, 6, ἀνθρώπων σωτῆρες ἐπὶ ξυροῦ ἤδη ἐόντων, von den Dioskuren, den Rettern in der äußersten Gefahr; vgl. Aesch. Ch. 870, ἔοικε νῦν αὐτῆς ἐπὶ ξυροῦ πέλας αὐχὴν πεσεῖσθαι; Soph. φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης, Ant. 983; ὧδ' ἔβητ' ἐπὶ ξυροῦ, Eur. Herc. Fur. 630; so auch bei sp. D.; Paroemiogr.
Greek (Liddell-Scott)
ξυρόν: «τομόν. ἰσχνόν. ὀξὺ» Ἡσύχ.
ξῠρόν, τό, (ξύω, ἴδε ἐν λέξ. ξέω)˙ - ξυράφιον, Ὅμ., κλ.˙ - ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς …, ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι, μεταφ. ἡ σωτηρία ἵσταται νῦν ἐπὶ ἀκμῆς ξυροῦ, (ἢ θὰ ἀπολεσθῶμεν ἢ θὰ σωθῶμεν, - θρὶξ ἀνὰ μέσσον, ὡς λέγει ὁ Θεόκρ.) Ἰλ. Κ. 173 συχνὸν ὡσαύτως καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα πρὸς δήλωσιν σωτηρίας ἢ ἐκφυγῆς θαυμαστῆς καὶ τῶν ὁμοίων, ἀκμῆς ἑστηκυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα Σιμων. 103˙ ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα Ἡρόδ. 6. 11˙ κίνδυνος ἐπὶ ξ. ἵσταται ἀκμῆς Θέογν. 557˙ ἔοικε νῦν ἐπὶ ξ. πέλας αὐχὴν πεσεῖσθαι Αἰσχύλ. Χο. 883˙ βεβὼς ... ἐπὶ ξ. τύχης Σοφ. Ἀντ. 996˙ ἔβητ’ ἐπὶ ξυροῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 630˙ ἐπὶ ξ. εἶναι Θεόκρ. 22. 6˙ ἐπὶ ξ. ἑστηκέναι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
rasoir ; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἵστασθαι IL, ἔχεσθαι HDT, εἶναι THCR, ou simpl. ἐπὶ ξυροῦ être sous le tranchant du rasoir, càd au moment critique.
Étymologie: R. Ξυ racler ; v. ξέω.
English (Autenrieth)
(ξύω): razor; proverb ‘on the razor's edge,’ see ἀκμή, Il. 10.173†.
Greek Monolingual
ξυρόν, τὸ (Α)
1. ξυράφι
2. μάχαιρα με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο
3. (κατά τον Ησύχ.) «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ»
4. παροιμ. φρ. «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)»
α) σε κρίσιμο σημείο, σε μεγάλο κίνδυνο, στην κόψη του ξυραφιού
β) μεταγενέστερα λεγόταν και για δήλωση ως εκ θαύματος σωτηρίας («ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῑν τὰ πράγματα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. λ. που συνδέεται με το ρ. ξύω και αντιστοιχεί επακριβώς με το αρχ. ινδ. ksura-. Οι δύο αυτοί τ. είναι και οι μόνοι που μαρτυρούνται από την Ινδοευρωπαϊκή. Είναι αμφίβολο αν η αρχική σημ. της λ. είναι «ξυράφι» ή «μαχαίρι»].
Greek Monotonic
ξῠρόν: τό (ξύω), ξυράφι, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι, μεταφ., ο θάνατος ή η ζωή ισορροπούν στην κόψη του ξυραφιού, ή θα χαθούμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα, σε Ηρόδ.· βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης, σε Σοφ.