ὀξυφωνία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀξυφωνία]]) [[οξύφωνος]]<br />ο [[διαπεραστικός]] [[τόνος]] της φωνής, η [[οξύτητα]] της φωνής. | |mltxt=η (Α [[ὀξυφωνία]]) [[οξύφωνος]]<br />ο [[διαπεραστικός]] [[τόνος]] της φωνής, η [[οξύτητα]] της φωνής. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξῠφωνία:''' ἡ, διαπεραστικότητα φωνής, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A high pitch of voice, Hp.Coac.252, Arist.EN1125a15 ; opp. βαρύτης, Id.GA788a3.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, scharfe, helle, hohe Stimme; Hippocr.; Arist. eth. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠφωνία: ἡ, ὀξύτης φωνῆς, Ἱππ. 159D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 34· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύτης, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix aiguë.
Étymologie: ὀξύφωνος.
Greek Monolingual
η (Α ὀξυφωνία) οξύφωνος
ο διαπεραστικός τόνος της φωνής, η οξύτητα της φωνής.
Greek Monotonic
ὀξῠφωνία: ἡ, διαπεραστικότητα φωνής, σε Αριστ.