παράκτιος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(31) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[παράκτιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[ακτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «παράκτιοι οργανισμοί»<br /><b>βιολ.</b> οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την [[επίδραση]] της παλίρροιας<br />β) «[[παράκτιος]] [[πυρετός]]»<br /><b>(κτηνιατρ.)</b> [[πυρετός]] ο [[οποίος]] οφείλεται σε παράσιτα που βρίσκονται σε παράκτιες περιοχές<br />γ) «παράκτια [[ζώνη]]»<br /><b>ωκεαν.</b> θαλάσσια οικολογική [[ζώνη]] η οποία υφίσταται τις επιδράσεις τών παλιρροϊκών και παράκτιων ρευμάτων και τών κυμάτων σε [[βάθος]] 5 ώς 10 [[μέτρα]] [[κάτω]] από την χαμηλή [[στάθμη]] της παλίρροιας, εξαρτώμενη από την [[ένταση]] τών κυμάτων που δημιουργούνται από τις καταιγίδες<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παράκτιοι</i><br />οι παραθαλάσσιοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκτή]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεσ</i>-[[άκτιος]])]. | |mltxt=-α, -ο / [[παράκτιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[ακτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «παράκτιοι οργανισμοί»<br /><b>βιολ.</b> οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την [[επίδραση]] της παλίρροιας<br />β) «[[παράκτιος]] [[πυρετός]]»<br /><b>(κτηνιατρ.)</b> [[πυρετός]] ο [[οποίος]] οφείλεται σε παράσιτα που βρίσκονται σε παράκτιες περιοχές<br />γ) «παράκτια [[ζώνη]]»<br /><b>ωκεαν.</b> θαλάσσια οικολογική [[ζώνη]] η οποία υφίσταται τις επιδράσεις τών παλιρροϊκών και παράκτιων ρευμάτων και τών κυμάτων σε [[βάθος]] 5 ώς 10 [[μέτρα]] [[κάτω]] από την χαμηλή [[στάθμη]] της παλίρροιας, εξαρτώμενη από την [[ένταση]] τών κυμάτων που δημιουργούνται από τις καταιγίδες<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παράκτιοι</i><br />οι παραθαλάσσιοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκτή]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεσ</i>-[[άκτιος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράκτιος:''' -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στην [[ακτή]], [[παράλιος]], σε Τραγ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον (ος, ον AP6.167 (Agath.)),
A on the sea-side, κέλευθος, ὁδός, A.Pr.836, S.Fr.905 ; λειμῶνες Id.Aj.654 ; πλάξ Phryn. Trag.5.3 ; παράκτιοι δραμεῖσθε E.IT1424 : in Prose, οἱ π. IG5(2).268.24 (Mantinea, i B.C.) ; also later, Agath.2.16, al.
German (Pape)
[Seite 486] gew. 3 Endgn, neben oder an dem Gestade, am Ufer gelegen; τὴν παρακτίαν κέλευθον, Aesch. Prom. 838, wie Soph. frg. 233; λειμῶνες, Ai. 639; παρακτίαν ψάμαθον, Eur. I. A. 164; sp. D., περιωπή, Agath. 28 (VI, 167).
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui se trouve sur le bord de la mer.
Étymologie: παρά, ἀκτή.
Greek Monolingual
-α, -ο / παράκτιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή
νεοελλ.
φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί»
βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση της παλίρροιας
β) «παράκτιος πυρετός»
(κτηνιατρ.) πυρετός ο οποίος οφείλεται σε παράσιτα που βρίσκονται σε παράκτιες περιοχές
γ) «παράκτια ζώνη»
ωκεαν. θαλάσσια οικολογική ζώνη η οποία υφίσταται τις επιδράσεις τών παλιρροϊκών και παράκτιων ρευμάτων και τών κυμάτων σε βάθος 5 ώς 10 μέτρα κάτω από την χαμηλή στάθμη της παλίρροιας, εξαρτώμενη από την ένταση τών κυμάτων που δημιουργούνται από τις καταιγίδες
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παράκτιοι
οι παραθαλάσσιοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀκτή (πρβλ. μεσ-άκτιος)].
Greek Monotonic
παράκτιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στην ακτή, παράλιος, σε Τραγ.