πασπάλη: Difference between revisions
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν<br />πολύ [[λεπτό]] [[αλεύρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οποιαδήποτε [[ουσία]] τριμμένη σε λεπτή [[σκόνη]]<br /><b>2.</b> [[σκόνη]], [[κονιορτός]]<br /><b>3.</b> (ειδικά) η λεπτότατη [[άχνη]] που διασκορπίζεται στον [[γύρω]] χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου [[κατά]] την [[άλεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] σε ελάχιστη [[ποσότητα]] («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της με το συνώνυμο [[παιπάλη]] «[[λεπτό]] [[αλεύρι]]» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | |mltxt=η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν<br />πολύ [[λεπτό]] [[αλεύρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οποιαδήποτε [[ουσία]] τριμμένη σε λεπτή [[σκόνη]]<br /><b>2.</b> [[σκόνη]], [[κονιορτός]]<br /><b>3.</b> (ειδικά) η λεπτότατη [[άχνη]] που διασκορπίζεται στον [[γύρω]] χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου [[κατά]] την [[άλεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] σε ελάχιστη [[ποσότητα]] («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της με το συνώνυμο [[παιπάλη]] «[[λεπτό]] [[αλεύρι]]» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πασπάλη:''' [ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], [[πολύ]] ψιλό [[αλεύρι]]· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ [[πασπάλη]], [[ούτε]] [[υποψία]] ύπνου, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = παιπάλη, the finest meal, Hsch., Phot., Suid. s.v. ἀλευρότησις : metaph., ὕπνου οὐδὲ π. not a morsel of sleep, Ar.V.91.
German (Pape)
[Seite 532] ἡ, = παιπάλη, das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.
Greek (Liddell-Scott)
πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, τὸ λεπτότατον ἄλευρον, κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
grain ou farine de millet ; d’où chose minime.
Étymologie: cf. παιπάλη.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν
πολύ λεπτό αλεύρι
νεοελλ.
1. οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη
2. σκόνη, κονιορτός
3. (ειδικά) η λεπτότατη άχνη που διασκορπίζεται στον γύρω χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου κατά την άλεση
αρχ.
μτφ. κάθε πράγμα σε ελάχιστη ποσότητα («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της με το συνώνυμο παιπάλη «λεπτό αλεύρι» οφείλεται σε παρετυμολογία].
Greek Monotonic
πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, πολύ ψιλό αλεύρι· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, ούτε υποψία ύπνου, σε Αριστοφ.