ποθή: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πόθος]], σφοδρή [[επιθυμία]] («οἵ μέγ' ἐμεῑο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν» <b>Ομ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμία]] για [[κάτι]] που λείπει, [[στέρηση]] («[[οὐδέ]] σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξένων», <b>Ομ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπανιότερος τ., [[αντί]] του [[πόθος]], με [[αλλαγή]] γένους]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πόθος]], σφοδρή [[επιθυμία]] («οἵ μέγ' ἐμεῑο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν» <b>Ομ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμία]] για [[κάτι]] που λείπει, [[στέρηση]] («[[οὐδέ]] σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξένων», <b>Ομ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπανιότερος τ., [[αντί]] του [[πόθος]], με [[αλλαγή]] γένους]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποθή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> = [[πόθος]], τρελή [[επιθυμία]] για κάποιον, [[ἐμεῖο]] ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σῇ ποθῇ</i>, από την [[επιθυμία]] για σένα, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = πόθος, c. gen., longing, desire for . ., ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Il.6.362, cf. 14.368, etc.; σῇ ποθῇ from longing after thee, 19.321: in late Prose, π. ψυχροῦ ἠέρος Aret.SA1.7. 2 c. gen. rei, want of... ξενίων Od.15.514,546.
German (Pape)
[Seite 644] ἡ, = πόθος, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach; τινός, Il. 14, 368 u. öfter, Od. 2, 126. 15, 545; σῇ ποθῇ, aus Sehnsucht nach dir, 19, 321.
Greek (Liddell-Scott)
ποθή: ἡ, = πόθος, ἰσχυρὰ ἐπιθυμία πρός τινα, πόθος, ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου πρός σε, Τ. 321. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἔλλειψις, Ὀδ. Ο. 514, 546.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 regret, désir;
2 manque de (qch).
Étymologie: πόθος.
English (Autenrieth)
missing, yearning for, desire, lack, Od. 10.505.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. πόθος, σφοδρή επιθυμία («οἵ μέγ' ἐμεῑο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν» Ομ.)
2. επιθυμία για κάτι που λείπει, στέρηση («οὐδέ σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξένων», Ομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ., αντί του πόθος, με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
ποθή: ἡ,
1. = πόθος, τρελή επιθυμία για κάποιον, ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· σῇ ποθῇ, από την επιθυμία για σένα, στο ίδ.
2. έλλειψη πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.