προεργάζομαι: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br />[[επεξεργάζομαι]] ή [[κατεργάζομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων [[κατασκευάζω]] εκ τών προτέρων, [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]], [[προκαταρτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[γεωργία]]) [[καλλιεργώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> ολοκληρώνομαι [[προηγουμένως]]. | |mltxt=ΝΑ<br />[[επεξεργάζομαι]] ή [[κατεργάζομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων [[κατασκευάζω]] εκ τών προτέρων, [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]], [[προκαταρτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[γεωργία]]) [[καλλιεργώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> ολοκληρώνομαι [[προηγουμένως]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προεργάζομαι:''' αποθ. με μέλ. <i>-άσομαι</i>, παρακ. <i>-είργασμαι</i>· κάνω [[κάτι]] ή [[εργάζομαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>τὰ προειργασμένα</i>, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη [[δόξα]], η [[δόξα]] που κερδήθηκε από [[πριν]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Med. with pf. Pass.,
A work beforehand, τῷ βαρβάρῳ Hdt.2.158; work or till beforehand, τῷ σπόρῳ νεόν X.Oec.20.3:—pf. also in pass. sense, to be done before, τὰ προειργασμένα Antipho 2.2.12, Th.2.89, 8.65; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, X.An.6.1.21; τὸ ὀψώνιον . . τοῦ -ειργασμένου χρόνου OGI266.8 (Pergam., iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 721] dep. med., vorher thun, bearbeiten, Her. 2, 158; γῆν, vorher das Land bestellen, Xen. Oec. 20, 3, zw. – Das perf. in pass. Bdtg, προειργασμένη δόξα, vorher erworben, Xen. An. 5, 9, 21; καταλαμβάνουσι τὰ πλεῖστα τοῖς ἑταίροις προειργασμένα, Thuc. 8, 65, vgl. 2, 89.
Greek (Liddell-Scott)
προεργάζομαι: ἀποθ., μετὰ πρκμ., ποιῶ ἢ ἐργάζομαί τι πρότερον, τινί τι Ἡρόδ. 2. 158· ἐργάζομαι ἢ καλλιεργῶ προηγουμένως, Ξεν. Οἰκ. 20, 3· ― πρκμ. καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., εἶμαι εἰργασμένος πρότερον, Ἀλκίφρων 117. 31· οὕτω, τὰ προειργασμένα προηγούμενα κατορθώματα, πρότερα ἔργα, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 8. 65· ἡ προειργασμένη δόξα, δόξα κτηθεῖσα πρότερον, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 21.
French (Bailly abrégé)
1 travailler d’avance, préparer, acc.;
2 accomplir d’avance ou auparavant ; au sens Pass. τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; δόξα προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;
3 travailler pour, dans l’intérêt de, τινι.
Étymologie: πρό, ἐργάζομαι.
Greek Monolingual
ΝΑ
επεξεργάζομαι ή κατεργάζομαι κάτι εκ τών προτέρων κατασκευάζω εκ τών προτέρων, κάτι
νεοελλ.
προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, προκαταρτίζω
αρχ.
1. (στη γεωργία) καλλιεργώ προηγουμένως
2. παθ. ολοκληρώνομαι προηγουμένως.
Greek Monotonic
προεργάζομαι: αποθ. με μέλ. -άσομαι, παρακ. -είργασμαι· κάνω κάτι ή εργάζομαι από πριν, σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, τὰ προειργασμένα, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη δόξα, η δόξα που κερδήθηκε από πριν, σε Ξεν.