προσκοπέω: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />examiner d’avance ; pourvoir à, avoir soin de, acc. ; <i>particul.</i> prendre ses précautions contre, avec l’inf.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκοπέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> jeter les yeux vers, regarder, observer, acc.;<br /><b>2</b> avoir soin de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρόσκοπος]]. | |btext=-ῶ :<br />examiner d’avance ; pourvoir à, avoir soin de, acc. ; <i>particul.</i> prendre ses précautions contre, avec l’inf.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκοπέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> jeter les yeux vers, regarder, observer, acc.;<br /><b>2</b> avoir soin de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρόσκοπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσκοπέω:''' μέλ. <i>-κέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>προὐσκεψάμην</i>, γʹ ενικ. υπερσ. [[προὔσκεπτο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]] ή [[παρατηρώ]] εκ των προτέρων, [[εξετάζω]] [[καλά]], [[στοχάζομαι]], [[προβλέπω]], προσκεψάμενος ἐπὶ [[σεωυτοῦ]], σε Ηρόδ.· <i>πάντα προσκοπεῖν</i>, σε Σοφ.· μὴ [[παθεῖν]] προεσκόπουν, προνόησαν για να μην υποφέρουν, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., <i>τὸ σὸν προσκοπούμενος</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρακολουθώ]] (όπως [[ένας]] [[πρόσκοπος]] ή [[κατάσκοπος]]), <i>τινά</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., <i>προσκοπουμένη πόσιν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτιμώ]], <i>τί τινος</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> παρακ. και υπερσ. με Παθ. [[σημασία]], [[υπολογίζομαι]] εκ των προτέρων, σε Θουκ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. προσκέψομαι: aor. προὐσκεψάμην (no pres. προσκέπτομαι being used in good Att., so that in Th.8.66, Bauer restored προὔσκεπτο as plpf. for προὐσκέπτετο; cf. σκέπτομαι):—
A consider beforehand, look to, provide for, προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτοῦ Hdt.7.10.δ; ἅπαντα π. ib.177; πάντα προσκοπεῖν S.Ant.688, E.Heracl.470; τὸ σὸν προσκέψομαι Id.Andr.257; τὰ κοινὰ προσκοπεῖν Th.1.120, cf. 4.61; μὴ παθεῖν προὐσκόπουν were making provision against suffering, Id.3.83; προσκέψασθε ὅτι . .ib.57; τῆς νυκτὸς προσκόπει, τί σοιποιήσουσιν X.Cyr. 1.6.42; οὐδεὶς εἰς τὰ πάντα προσκοπεῖ is provident, Men.Mon.486:— Med., τὸ σόν . . προσκοπούμενος E.Med.460; πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμόν τε καὶ τοῦδ' provided for my share and his in my father's house, Id.Ph.473. 2 watch (like a πρόσκοπος or spy), προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα Ar.Eq.154:—Med., προσκοπουμένη πόσιν E.IA1098: folld. by indirect question, π. ποῦ εἰσιν οἱ πολέμιοι Thphr.Char. 25.4. II Pass., τῶν . . προειρημένων τε καὶ προεσκεμμένων Pl.R. 435d; τὰ ῥηθησόμενα αὐτοῖς προὔσκεπτο Th.8.66 (v. sub init.).
German (Pape)
[Seite 770] praes. zu προσκέπτομαι, 1) vorhersehen, voraussehen, mit Vorsicht besorgen, verwalten; σὺ δ' οὐ πέφυκας πάντα προσκοπεῖν, Soph. Ant. 684; πάντα προσκοπεῖν χρεών, Eur. Heracl. 471; τὰ κοινά, Thuc. 1, 120. 4, 61; Xen. u. Folgde, wie Luc. pro merc cond. 13; auch im med., Eur. Med. 460 I. A. 1098. – 2) ein πρόσκοπος sein, um im voraus zu erspähen, auszukundschaften, Theophr. char. 25, 2. u. als dep. msd., noch dazu betrachten, Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκοπέω: μέλλ. προσκέψομαι˙ ἀόρ. προὐσκεψάμην (ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ δὲν ὑπάρχει ἐνεστὼς προσκέπτομαι, ὅθεν παρὰ Θουκ. 8. 66, ὁ Elmsl. διώρθωσε προὔσκεπτο ὡς ὑπερσ. ἀντὶ προὐσκέπτετο, πρβλ. σκέπτομαι). Παρατηρῶ, στοχάζομαι, ἐξετάζω καλῶς πρότερον, προβλέπω, προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτῷ Ἡρόδ. 7, 10, 4˙ ἅπαντα πρ. αὐτόθι 177˙ πάντα προσκοπεῖν Σοφ. Ἀντ. 688, Εὐρ. Ἡρακλ. 470˙ τὸ σὸν προσκέψομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 257˙ τὰ κοινὰ προσκοπεῖν Θουκ. 1. 120, πρβλ. 4. 61˙ μὴ παθεῖν προεσκόπουν ὁ αὐτ. 3. 83˙ προσκέψασθαι ὅτι... αὐτόθι 57˙ τῆς νυκτὸς προσκόπει, τί σοι ποιήσουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42˙ οὐδεὶς εἰς τὰ πάντα προσκοπεῖ, εἶναι προνοητικός, Μενάνδρ. Μονόστ. 486˙ ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸ σόν γε προσκοπούμενος Εὐρ. Μήδ. 459. 2) φυλάττω (ὡς πρόσκοπος, ἢ κατάσκοπος), προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα Ἀριστοφ. Ἱππ. 154˙ ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσκοπουμένη πόσιν Εὐρ. Ι. Α. 1098˙ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, πρ. ποῦ εἰσιν οἱ πολέμιοι Θεοφρ. χαρακτ. 25. 2. 3) προτιμῶ, πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμὸν Εὐρ. Φοίν. 473. ΙΙ. Παθ., τῶν... προειρημένων τε καὶ προεσκεμμένων Πλάτ. Πολ. 435D· τὰ ῥηθησόμενα αὐτοῖς προὔσκεπτο Θουκ. 8. 66 (ἴδε ἐν ἀρχῇ).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
examiner d’avance ; pourvoir à, avoir soin de, acc. ; particul. prendre ses précautions contre, avec l’inf.;
Moy. προσκοπέομαι-οῦμαι;
1 jeter les yeux vers, regarder, observer, acc.;
2 avoir soin de, acc..
Étymologie: πρόσκοπος.
Greek Monotonic
προσκοπέω: μέλ. -κέψομαι, αόρ. αʹ προὐσκεψάμην, γʹ ενικ. υπερσ. προὔσκεπτο·
I. 1. βλέπω ή παρατηρώ εκ των προτέρων, εξετάζω καλά, στοχάζομαι, προβλέπω, προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτοῦ, σε Ηρόδ.· πάντα προσκοπεῖν, σε Σοφ.· μὴ παθεῖν προεσκόπουν, προνόησαν για να μην υποφέρουν, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., τὸ σὸν προσκοπούμενος, σε Ευρ.
2. παρακολουθώ (όπως ένας πρόσκοπος ή κατάσκοπος), τινά, σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., προσκοπουμένη πόσιν, σε Ευρ.
3. προτιμώ, τί τινος, στον ίδ.
II. παρακ. και υπερσ. με Παθ. σημασία, υπολογίζομαι εκ των προτέρων, σε Θουκ., Πλάτ.