σηκάζω: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(37) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[σηκός]]<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] και [[κλείνω]] [[μέσα]] σε [[μάντρα]], [[μαντρώνω]] («[[ὥσπερ]] ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιφράσσω]] («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», <b>Ορφ.</b>). | |mltxt=Α [[σηκός]]<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] και [[κλείνω]] [[μέσα]] σε [[μάντρα]], [[μαντρώνω]] («[[ὥσπερ]] ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιφράσσω]] («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», <b>Ορφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σηκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σηκός]]), [[εγκλείω]] σε περιφραγμένο χώρο, σε [[μαντρί]], [[μαντρώνω]] — Παθ., [[σήκασθεν]] (αντί <i>ἐσηκάσθησαν</i>) κατὰ [[Ἴλιον]], εγκλωβίστηκαν στο [[Ίλιον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
(σηκός)
A shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.Fr.268.
German (Pape)
[Seite 873] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.
Greek (Liddell-Scott)
σηκάζω: (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ κλείω ἐν αὐτῇ, ὅθεν καθόλου, ἐγκλείω εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», περικλείω, σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
enfermer dans un parc ou dans une étable, parquer.
Étymologie: σηκός.
English (Autenrieth)
(σηκός), pass. aor. 3 pl. σήκασθεν: pen up, Il. 8.131†.
Greek Monolingual
Α σηκός
(επικ. τ.)
1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνω («ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.)
2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», Ορφ.).
Greek Monotonic
σηκάζω: μέλ. -σω (σηκός), εγκλείω σε περιφραγμένο χώρο, σε μαντρί, μαντρώνω — Παθ., σήκασθεν (αντί ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, εγκλωβίστηκαν στο Ίλιον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες, σε Ξεν.