σκευωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευωρέομαι''': ἀόριστ. ἐσκευωρησάμην Δημ. 1116. 8· πρκμ. ἐσκευώρημαι ὁ αὐτ. 884. 22., 885. 10, καὶ ἀποθ.· ἀλὰ τὸ ἐνεργ. σκευωρέω ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 2. 569· καὶ πρκμ. ἐσκευώρημαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Δημ. 1103. 9· ([[σκευωρός]]). Κυρίως, [[ἐπιμέλομαι]] τῶν σκευῶν, [[φροντίζω]] περὶ αὐτῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, ἐπιθεωρῶ, [[ἐξετάζω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, τοὺς τάφους Στράβ. 741· σκ., τὴν Πομπηίου οἰκίαν, ἐρευνῶ, λαφυραγωγῶ, Πλουτ. Καῖσ. 51, πρβλ. Κάμιλλ. 32., 2. 587F. II. [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]], μηχανῶμαι, Δημ. 884. 22., 885. 10., 1116. 8., 1134. 7· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀπατᾶν, δολιεύεσθαι, τὰ ἐν Πελοποννήσῳ ὁ αὐτ. 115. 5· σκ. ὑποκρίσεις, ἐπινοῶ [[μέσον]] [[ὅπως]] κάμω δραματικὴν ἐντύπωσι, Πλούτ. 2. 711Ε. III. ἀμεταβ., σκ. περὶ τὰς νεοττιάς, ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς εἰς αὐτάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· [[ὡσαύτως]] πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. πρὸς ἀπάτην, ἐπὶ ἀπάτῃ ἐσκευωρημένα Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 131C, 213C, πρβλ. Βίον Κωνστ. 3. 57, -ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. ἐσκαιωρημένα, πρβλ. [[σκαιωρέω]]. 2) ἐνεργῶ πανούργως, Δημ. 217. 16. 3) ἀπολ. [[κλέπτω]] τὰς ἰδέας ἄλλου, [[ἀντιγράφω]] ἄλλων τὰ συγγράμματα, Διογ. Λ. 2. 61,
|lstext='''σκευωρέομαι''': ἀόριστ. ἐσκευωρησάμην Δημ. 1116. 8· πρκμ. ἐσκευώρημαι ὁ αὐτ. 884. 22., 885. 10, καὶ ἀποθ.· ἀλὰ τὸ ἐνεργ. σκευωρέω ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 2. 569· καὶ πρκμ. ἐσκευώρημαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Δημ. 1103. 9· ([[σκευωρός]]). Κυρίως, [[ἐπιμέλομαι]] τῶν σκευῶν, [[φροντίζω]] περὶ αὐτῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, ἐπιθεωρῶ, [[ἐξετάζω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, τοὺς τάφους Στράβ. 741· σκ., τὴν Πομπηίου οἰκίαν, ἐρευνῶ, λαφυραγωγῶ, Πλουτ. Καῖσ. 51, πρβλ. Κάμιλλ. 32., 2. 587F. II. [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]], μηχανῶμαι, Δημ. 884. 22., 885. 10., 1116. 8., 1134. 7· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀπατᾶν, δολιεύεσθαι, τὰ ἐν Πελοποννήσῳ ὁ αὐτ. 115. 5· σκ. ὑποκρίσεις, ἐπινοῶ [[μέσον]] [[ὅπως]] κάμω δραματικὴν ἐντύπωσι, Πλούτ. 2. 711Ε. III. ἀμεταβ., σκ. περὶ τὰς νεοττιάς, ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς εἰς αὐτάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· [[ὡσαύτως]] πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. πρὸς ἀπάτην, ἐπὶ ἀπάτῃ ἐσκευωρημένα Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 131C, 213C, πρβλ. Βίον Κωνστ. 3. 57, -ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. ἐσκαιωρημένα, πρβλ. [[σκαιωρέω]]. 2) ἐνεργῶ πανούργως, Δημ. 217. 16. 3) ἀπολ. [[κλέπτω]] τὰς ἰδέας ἄλλου, [[ἀντιγράφω]] ἄλλων τὰ συγγράμματα, Διογ. Λ. 2. 61,
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκευωρέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐσκευωρησάμην</i>, παρακ. <i>ἐσκευώρημαι</i>· αποθ. ([[σκευωρός]],·<br /><b class="num">I.</b> [[προσέχω]] ή [[επιθεωρώ]] τις αποσκευές (τὰ [[σκεύη]])· απ' όπου, γενικά, [[παρατηρώ]] προσεκτικά ή [[υφαρπάζω]], [[λαφυραγωγώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[κατασκευάζω]], σε Δημ.· με μια [[υπόνοια]] απάτης ή δολοπλοκίας, στον ίδ.· απόλ., [[ενεργώ]] με δόλο, [[σκευωρώ]], [[ραδιουργώ]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευωρέομαι Medium diacritics: σκευωρέομαι Low diacritics: σκευωρέομαι Capitals: ΣΚΕΥΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: skeuōréomai Transliteration B: skeuōreomai Transliteration C: skevoreomai Beta Code: skeuwre/omai

English (LSJ)

aor.

   A ἐσκευωρησάμην D.45.47: pf. ἐσκευώρημαι Id.32.9, 11:—Act. σκευωρέω Ph.2.569; and pf. ἐσκευώρημαι in pass. sense, D.45.5:—prop. look after the baggage or utensils (σκεύη), but only found in general sense, inspect, examine thoroughly, τοὺς τάφους Str.16.1.11; σ. τὴν Πομπηΐου οἰκίαν ransack it, Plu.Caes.51, cf. Cam. 32,2.587f.    II contrive, manage, fabricate, D.32.9,11,45.47, 46.17, Diog.Oen.24; with a sense of fraud or intrigue, τἀν Πελοποννήσῳ D.9.17; σ. ὑποκρίσεις contrive dramatic effects, Plu.2.711e.    III intr., σ. περὶ τὰς νεοττιάς to be busy about them, Arist.HA619a24.    2 act knavishly, περί τι D.17.20.    3 abs., plagiarize, D.L.2.61.

German (Pape)

[Seite 894] eigtl. das Geräth, Gepäck bewachen; daher – a) nach den Geräthschaften sehen, sie durchspähen, überhaupt Etwas durchforschen; σκευωρούμενον περὶ τὰς νεοττιάς, der neugierig um ihre Nester herumgeht u. sie ausforscht, Arist. H. A. 9, 32, wie Plut. ζητοῦσα καὶ σκευωρουμένη vrbdt, de genio Socrat. 18, v. l. σκαιωρουμένη; σκευωρούμενοι δὲ καὶ καθαίροντες τὴν χώραν, Camill. 32; auch οἰκίαν, einrichten, Caes. 51. – b) eine Sache betreiben, sich womit beschäftigen, bes. wie σκευοποιέομαι, mit Schlauheit, List, listig anstiften, ἐσκευωρημένος καὶ πεποιηκώς, Dem. 32, 9. 11, vgl. 4, 17; σκευωρούμενοι περὶ τὰ πλοῖα, 17, 20; aber ἐσκευωρημένης μισθώσεως ist passivisch 45, 5. – Bei D. L. 2, 61 wird es »plündern« erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

σκευωρέομαι: ἀόριστ. ἐσκευωρησάμην Δημ. 1116. 8· πρκμ. ἐσκευώρημαι ὁ αὐτ. 884. 22., 885. 10, καὶ ἀποθ.· ἀλὰ τὸ ἐνεργ. σκευωρέω ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 2. 569· καὶ πρκμ. ἐσκευώρημαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Δημ. 1103. 9· (σκευωρός). Κυρίως, ἐπιμέλομαι τῶν σκευῶν, φροντίζω περὶ αὐτῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, ἐπιθεωρῶ, ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, τοὺς τάφους Στράβ. 741· σκ., τὴν Πομπηίου οἰκίαν, ἐρευνῶ, λαφυραγωγῶ, Πλουτ. Καῖσ. 51, πρβλ. Κάμιλλ. 32., 2. 587F. II. παρασκευάζω, κατασκευάζω, μηχανῶμαι, Δημ. 884. 22., 885. 10., 1116. 8., 1134. 7· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀπατᾶν, δολιεύεσθαι, τὰ ἐν Πελοποννήσῳ ὁ αὐτ. 115. 5· σκ. ὑποκρίσεις, ἐπινοῶ μέσον ὅπως κάμω δραματικὴν ἐντύπωσι, Πλούτ. 2. 711Ε. III. ἀμεταβ., σκ. περὶ τὰς νεοττιάς, ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς εἰς αὐτάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· ὡσαύτως πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. πρὸς ἀπάτην, ἐπὶ ἀπάτῃ ἐσκευωρημένα Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 131C, 213C, πρβλ. Βίον Κωνστ. 3. 57, -ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. ἐσκαιωρημένα, πρβλ. σκαιωρέω. 2) ἐνεργῶ πανούργως, Δημ. 217. 16. 3) ἀπολ. κλέπτω τὰς ἰδέας ἄλλου, ἀντιγράφω ἄλλων τὰ συγγράμματα, Διογ. Λ. 2. 61,

Greek Monotonic

σκευωρέομαι: αόρ. αʹ ἐσκευωρησάμην, παρακ. ἐσκευώρημαι· αποθ. (σκευωρός
I. προσέχω ή επιθεωρώ τις αποσκευές (τὰ σκεύη)· απ' όπου, γενικά, παρατηρώ προσεκτικά ή υφαρπάζω, λαφυραγωγώ, σε Πλούτ.
II. μηχανεύομαι, επινοώ, κατασκευάζω, σε Δημ.· με μια υπόνοια απάτης ή δολοπλοκίας, στον ίδ.· απόλ., ενεργώ με δόλο, σκευωρώ, ραδιουργώ, στον ίδ.